Σε απόσταση 6 χλμ από το 103ο χιλιόμετρο της Εθνικής οδού Αθηνών –Λαμίας και 4,5 χλμ από το Ακραίφνιο, είναι κτισμένη η Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου, η ονομαζόμενη «Μονή Πελαγίας».
Βρίσκεται πάνω σε ένα πλάτωμα του Πτώου όρους σε υψόμετρο 560 μ. και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου από την θέση Περδικόβρυση, όπου βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος του Ιερού του Πτώου Απόλλωνα, από όπου προέρχεται μέρος από το οικοδομικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή της Μονής.
Κατά την παράδοση πήρε το όνομα της από κάποια Ρωμαία Πελαγία η οποία, αφού ασπάστηκε το χριστιανισμό, κατέφυγε εκεί και έκτισε ένα μικρό εκκλησάκι. Δεν υπάρχουν, δυστυχώς, στοιχεία που να δείχνουν τη χρονολογία ίδρυσης του μοναστηριού. Η παράδοση αναφέρει, αόριστα, ότι κτίστηκε κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ενώ κατ΄ άλλους τον 7ον μ.χ αιώνα. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι μέχρι το τέλος του 1ου μ.χ αιώνα λειτουργούσε ακόμη ο ναός του Πτώου Απόλλωνα και ότι, κατά την διέλευση του Παυσανία από το Ακραίφνιο το 175 μ.χ δεν είχε ακόμη διαδοθεί ο χριστιανισμός στην περιοχή, το πιθανότερο είναι να κτίστηκε τον 7ο αιώνα ή και αργότερα. Μετά την κατάληψη και την λεηλασία των Θηβών από τους Νορμανδούς της Β’ Σταυροφορίας Μητροπολίτης Θηβών έγινε ο Άγιος Ιωάννης Καλοχτένης (29 Απριλίου του 1147 μ.χ). Χωρίς να υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, και κρίνοντας μόνο από τις πολύπλευρες δραστηριότητες του Αγίου στις οποίες περιλαμβάνονται η ίδρυση Μονών, Πτωχοκομείων, Γηροκομείων, Νοσοκομείων κλπ. εκτιμάται ότι, συνέστησε και την Μονή πάνω στο προϋπάρχον εκκλησάκι, το οποίο κατέστησε Μετόχι της μονής Σαγματά.
Κατά τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, πολλά βυζαντινά Μοναστήρια διαλύθηκαν, εξ αιτίας των πολεμικών αναστατώσεων και της αρπαγής των περιουσιών τους καθώς και των δημογραφικών, κατά τόπους, αλλοιώσεων του πληθυσμού.
Στα τέλη του 16ου και ιδίως τον 17ον αιώνα παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του αριθμού των μονών και αντίστοιχα των μοναχών. Γι’ αυτό και πολλοί έχουν την γνώμη ότι τότε πρέπει να ιδρύθηκε και η μονή της Πελαγίας.
Κατά την περίοδο της Επαναστάσεως του 1821 είχε πάνω από 50 μοναχούς και βοήθησε όπως και τα άλλα μοναστήρια ποικιλοτρόπως τον απελευθερωτικό αγώνα. Όταν μετά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους το 1833 έκλεισαν 400 μοναστήρια η μονή Πελαγίας κρίθηκε διατηρητέα. Στη απογραφή που έγινε το 1837 υπηρετούσαν στη Μονή 7 μοναχοί και 7 υπηρέτες. Ηγούμενος τότε της Μονής ήταν ο Ιερομόναχος Άνθιμος Γεωργίου από το Μουρίκι (1799-1843). Στην ίδια απογραφή καταγράφονται και τα όρια σε άδενδρη έκταση μετρούμενη σε πεζοπορία 2,30 ωρών προς κάθε κατεύθυνση.
Επίσης, καταγράφονται μετόχια της Μονής στα Σέγγενα, κοντά στην Υλίκη, με εκκλησάκι των Ταξιαρχών, στα Σκορπονέρια, με εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, στη Λάρυμνα με εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, σπίτι και νερόμυλο και μετόχι στο Μαρτίνο.
Στις 20 Ιουλίου του 1868 ήρθε στη Μονή ο Αβέρκιος Καρύδης υπό την Ηγουμενία κάποιου Ιερώνυμου. Μετά από 4 χρόνια στις 24 Αυγούστου του 1872 γίνεται ο ίδιος Ηγούμενος της Ιεράς Μονής. Από τότε άρχισε η μεγάλη άνθιση, ο αριθμός των μοναχών επί των ημερών του έφθασε τους 60. Το 1899, με την βοήθεια και την συμπαράσταση του μητροπολίτη Βοιωτίας Ιερώνυμου Βλαχάκη, άρχισε την ανακαίνιση της Μονής κτίζοντας το Καθολικό “εκ θεμελίων”, τα κελιά της νότιας πτέρυγας και το Ηγουμενείο. Επίσης εγκατέστησε ελαιοτριβείο στα Σκορπονέρια και αλευρόμυλο στη Λάρυμνα καθιστώντας την Ιερά Μονή ανεξάρτητη από την μονή Σαγματά.
Επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την θύρα εισόδου μας πληροφορεί ότι:
ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ 1906 ΕΠΙ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΑΡΧΙ- ΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΑΒΕΡΚΙΟΥ ΚΑΡΥΔΗ ΕΞ ΑΙΓΙΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΙΩΝΑ ΑΪΒΑΛΙΩΤΟΥ ΚΑΙ ΙΩΑ- ΚΕΙΜ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΥΝΕΥΔΟΚΟΥΝΤΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙ- ΣΚΟΠΟΥ ΒΟΙΩΤΙΑΣ «ΙΕΡΟΝΥΜΟΥ ΒΛΑΧΑΚΗ» ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ ΕΚ ΘΕΜΕΛΙΩΝ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΕΣΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ ΑΘΑΝΑΤΟΥ ΜΝΗΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ
Μετά το θάνατον του Αβέρκιου φιλοτεχνήθηκε μαρμάρινη η προτομή του από άγνωστο γλύπτη με την επιγραφή:
ΕΝΘΑΔΕ ΤΕΘΑΠΤΑΙ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΒΕΡΚΙΟΣ ΚΑΡΎΔΗΣ ΕΞ ΑΙΓΙΝΗΣ ΜΟΑΝΑΣΑΣ ΕΝ ΤΗ ΜΟΝΗ ΤΑΥΤΗ ΑΠΌ 20 ΙΟΥΛΙΟΥ 1868 ΑΝΕΛΑΒΕΝ ΗΓΟΥΜΕΝΙΑ ΤΗΝ 24ΗΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1872 ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ 3 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1913 ΠΟΥ ΕΤΕΛΕΥΤΗΣΕΝ
Το άγαλμα αυτό, το οποίο κρίνεται ως καταπληκτικό έργο γλυπτικής, βρίσκεται σήμερα στημένο στο πίσω δεξιό μέρος του ναού.
Μετά τον θάνατο του Αβέρκιου αρχίζει η παρακμή της μονής έτσι ώστε το 1928 να υπηρετούν μόνο τρεις μοναχοί με Ηγούμενο τον ανιψιό του Αβέρκιου, Νικηφόρο. Το 1935 με Βασιλικό Διάταγμα έγινε μετόχι της ιεράς Μονής Σαγματά. Το 1936 στο περιοδικό «Ύπαιθρος» αναφέρεται ότι υπηρετούσε στην ιερά Μονή Πελαγίας κάποιος μοναχός με το όνομα Νικόδημος που προερχόταν από την ιερά Μονή Σαγματά και είχε εγκατασταθεί εκεί, για να την επιβλέπει σαν μετόχι της. Σύμφωνα με την μαρτυρία των Α. et T. Notton, το 1940 υπάρχει μόνο ένας μοναχός. Ίσως είναι ο ίδιος μοναχός που αναφέρεται παραπάνω.
Τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι το 1968 στο μοναστήρι δεν υπάρχει κανείς μοναχός. Είναι τελείως εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο. Η εκκλησία λειτουργεί μια φορά το χρόνο, όταν πανηγυρίζουν τα δύο χωριά Ακραίφνιο και Κόκκινο και περιστασιακά όταν κάποιος πιστός θέλει να ανοίξει την εκκλησία. Τα καλοκαίρια πολλοί κάτοικοι του Ακραιφνίου και του Κοκκίνου κατασκηνώνουν στο περιβάλλοντα χώρο της Μονής και κάνουν τις διακοπές τους. Πολλοί χρησιμοποιούν τα κελιά για την παραμονή τους και έτσι δίνουν ζωή στο μοναστήρι, διατηρούν την καθαριότητα και πολλές φορές κάνουν οι ίδιοι διάφορες μικροεπισκευές για τη στεγανότητα των σκεπών και των παραθύρων.
Τον Ιούλιο του 1968 έρχεται στο μοναστήρι η Λειβαδίτισα γερόντισσα Μακρίνα. Με την συμπαράσταση του Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημου και της Ηγουμένης της ιεράς Μονής Ευαγγελιστρίας Ανθούσης, καθώς και την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων των κοινοτήτων Ακραιφνίου και Κοκκίνου, άρχισε μια μεγάλη προσπάθεια ανασυγκρότησης της Μονής. Με απίστευτη θέληση και θάρρος, σπάνιο για γυναίκα εντελώς μόνη σε έρημο περιβάλλον και μακριά από κατοικημένη περιοχή, με μόνο εφόδιο την πίστη στο θεό, παρέμεινε εκεί 19 ολόκληρα χρόνια και ανακαίνισε μεγάλο τμήμα των ερειπίων.
Τον Ιούλιο του 1987, μια νέα αδελφότητα, αποτελούμενη από πολλές νέες και μορφωμένες μοναχές, με ηγουμένη τη μοναχή Φωτεινή, έχοντας τις ευχές του Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Ιερώνυμου και την συγκατάθεση της γερόντισσας Μακρίνας, εγκαταστάθηκε στη Μονή.
Οι προσπάθειες για την ανακαίνιση συνεχίστηκαν και στα επόμενα χρόνια. Ανοικοδομήθηκαν οι υπόλοιπες ερειπωμένες πτέρυγες, κτίστηκαν καινούργια κτίρια στον εξωτερικό χώρο της μονής και έγινε ηλεκτροδότηση και υδροδότηση της Μονής. Ύστερα από πολλές άλλες παρεμβάσεις τόσο στους εσωτερικούς όσο και στους εξωτερικούς χώρους, το μοναστήρι σήμερα εμφανίζει μια εντυπωσιακά επιβλητική όψη.
Πηγή: Akraifneis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου