Προς τον Εκδοτικό Οργανισμό οδεύει το νέο βιβλίο του Γ. Κατσιμπάρδη, αφιερωμένο στη μνήμη της Χαρίς, της γυναίκας του. (… μας στέλνουν οκτώ ιερά των Ελλήνων)
Η εφημερίδα μας δημοσιεύει σήμερα το ¨Εισαγωγικό Σημείωμα¨ του νέου δίτομου βιβλίου του πρώην υφυπουργού Εσωτερικών Γιώργου Κατσιμπάρδη. Αποτελεί έναν ύμνο για τον ελληνικό πολιτισμό και τη Βοιωτία ειδικότερα. Κεντρικό θέμα του έχει το πώς οι αρχαίοι Έλληνες όταν αποδέχονταν μια νέα θρησκεία και ιδεολογία αντιμετώπιζαν την παλιά, αξιοποιώντας χρήσιμα στοιχεία που αυτή περιείχε. Και όλα αυτά γίνονταν χωρίς βίαιες ενέργειες και φανατισμούς, γεγονός που αναγνωρίζεται ως ένδειξη του υψηλότατου πολιτισμικού επιπέδου που είχαν κατακτήσει, ταυτόχρονα δε αποτελεί ένα διαχρονικής αξίας μήνυμα για το σταμάτημα της δράσης σήμερα των, όπου γης, φονταμεταλιστών.
Παράλληλα, με το βιβλίο του αυτό – που θα έχει σπάνιες εικόνες - ο Γ. Κατσιμπάρδης, θυμίζει αλλά και καταδικάζει τους βίαιους τρόπους με τους οποίους είχαν ¨υποδεχθεί¨ Ρωμαίοι αυτοκράτορες, του 1ου και του 2ου μεταχριστιανικού αιώνα τους χριστιανούς, υποβάλλοντάς τους σε φριχτά βασανιστήρια και θανάτους για να αποκηρύξουν την πίστη τους στη διδασκαλία του θεανθρώπου.
Τέλος, δεν παραλείπει να τονίσει το πόσο άσχημα είχαν συμπεριφερθεί οι πρώτοι, μετά τον Μ. Κωνσταντίνο, αυτοκράτορες του Βυζαντίου, που εντωμεταξύ είχαν ασπαστεί τη χριστιανική θρησκεία, απέναντι σε ‘κείνους που επέμεναν να λατρεύουν τους αρχαίους ελληνικούς θεούς.
Ο πρώτος τόμος – που περιλαμβάνει τις ενότητες ¨Μαντείο της Δωδώνης¨, ¨Τελεστήριο των Καβείρων¨ της Βοιωτίας, ¨Θάλαμος της Σεμέλης¨ του Καδμείου Ανακτόρου της Θήβας και ¨Ιερό του Απόλλωνα¨ στους Δελφούς – υπολογίζεται ότι θα είναι έτοιμος στις γιορτές των Χριστουγέννων, ενώ ο δεύτερος τόμος, με τις ενότητες ¨Ορχήστρα¨ του Διονυσιακού Θεάτρου της Αθήνας, ¨Πάτμος: Το Ιερό Νησί των Πρώτων Χριστιανών¨, ¨Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης¨ και ¨Παναγία της Τήνου¨, προγραμματίζεται για την Άνοιξη.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
α) Οφείλω από την αρχή μια εξήγηση (την οποία δεν τη χρειάζονται, βέβαια, όσοι με γνωρίζουν): Δε μεγάλωσα μέσα σε αυστηρά θεοσεβούμενη οικογένεια, ούτε διαπαιδαγωγήθηκα από ιδιαίτερα θρησκευόμενους δασκάλους. Μάλιστα, ακόμη και από το μάθημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, που διδάχθηκα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, δε συγκράτησα παρά ελάχιστα πράγματα που, και αυτά, τα είχα λησμονήσει όταν άρχισα την επαγγελματική μου δραστηριότητα ως δικηγόρος.
Το ότι καταπιάστηκα με αυτό το βιβλίο - που αναφέρεται στα μηνύματα που έχουν στείλει οι θρησκείες των Ελλήνων, μέσα από τις διάφορες λατρευτικές εκδηλώσεις σε οκτώ από τα αναρίθμητα ιερά του αρχαίου κόσμου αλλά και της Ορθοδοξίας, που πρωτοστατούσαν σε αυτές (1) - έχει την εξήγησή του. Οφείλεται στο ότι, κατά κάποιο τρόπο, αισθανόμουν άβολα καθώς, ενώ έχω γράψει πέντε βιβλία για τις τραγωδίες του ¨θηβαϊκού κύκλου¨ και τα ¨διονυσιακά δρώμενα¨, εντούτοις το θέμα των διαχρονικής αξίας μηνυμάτων που εκπέμπονταν κατά τις διαδικασίες μετάβασης από τη μία θρησκεία στην άλλη, δεν το είχα αγγίξει.
Εξηγούμαι τι εννοώ: Μεγάλωσα στη Θήβα, σε μια περιοχή πολύ πλούσια σε σπάνιες αρχαιότητες, ¨γεμάτη¨ από θρύλους και αναρίθμητους και ιδιαίτερα διδακτικούς μύθους (γεγονός που έφερνε πάντα στη σκέψη μου τη φράση του Κορνήλιου Καστοριάδη, από το βιβλίο του ¨Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για ‘μας σήμερα¨, σύμφωνα με την οποία (σελ. 23) «υπάρχουν πολλές και ωραίες μυθολογίες μία όμως είναι α λ η θ ι ν ή: η αρχαία ελληνική. Αληθινή με την έννοια ότι όλοι οι μύθοι της έχουν σημασιακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο κατοπτρίζεται η ίδια μας η ζωή και κάθε ανθρώπινη ζωή»).
Συγκεκριμένα νοτιοανατολικά από το πατρικό μου σπίτι, στο προάστιο του Πυριού της Θήβας, προς την πλευρά της ¨Κρήνης της Δίρκης¨, υπάρχει μία περιοχή γνωστή ως ¨Σύρμα Αντιγόνης¨, που ανακαλούσε στη μνήμη μου εικόνες και σοφά λόγια από την ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή ¨Αντιγόνη¨. Ως μαθητής, παίρνοντας το δρόμο για το Γυμνάσιο – που βρισκόταν τότε στην άλλη άκρη, στη νότια πλευρά της πόλης – περπατούσα με δυο τρεις συμμαθητές μου πάνω σε ένα λασπόδρομο έχοντας αριστερά το πευκόφυτο λόφο σε σχήμα ωοειδές – γνωστό από τους αρχαίους συγγραφείς ως ¨Αμφείο¨ - ¨άβατο ιερό¨ του ιδρυτή της πόλης, συζύγου της περίφημης Νιόβης, βασιλιά Αμφίονα ο οποίος, μαζί με τον αδερφό του Ζήθο, είχε κατασκευάσει τα κυκλώπεια τείχη της Θήβας.
Προχωρώντας ανεβαίναμε λίγα σκαλοπάτια, στη βάση των οποίων υπάρχουν υπολείμματα της μίας από τις Επτά Πύλες της Θήβας, της ¨Βορέας¨ ή ¨Βορεινής¨ ενώ, όταν φτάναμε επάνω, συναντούσαμε μια σειρά από ογκώδεις αρχαίες σκαλιστές πέτρες, τοποθετημένες κατά μήκος και έξω από το χαμηλό μαντρότοιχο του Αρχαιολογικού Μουσείου, που είχε κατασκευαστεί όταν έφορος Αρχαιοτήτων ήταν ο Ιωάννης Θρεψιάδης, νονός της Χαρίς, της γυναίκας μου. Δεξιά βλέπαμε τον Ενετικό Πύργο – απομεινάδι της κατοχής της πόλης από τους Νορμανδούς και τους Ενετούς – και δίπλα του ένα μεγάλο γύψινο ομοίωμα του ¨Λέοντα της Χαιρώνειας¨, ενώ λίγο πιο πάνω, μετά την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου όπου πρόσφατα ανακαλύφθηκαν τα θεμέλια ενός σπουδαίου παλαιοχρηστιανικού ναού, συναντούσαμε τον πυρπολημένο, γεμάτο μυστήριο, χώρο τον οποίο ο τότε έφορος Αρχαιοτήτων Αντώνης Κεραμόπουλλος, ως ανασκαφέας και μελετητής, αποκάλεσε (όπως και πολλοί άλλοι) ¨Θάλαμο της Σεμέλης¨, και τον χαρακτήρισε «Β η θ λ ε έ μ τ η ς δ ι ο ν υ σ ι α κ ή ς λ α τ ρ ε ί α ς σ τ η ν ε λ λ η ν ι κ ή ι σ τ ο ρ ί α».
Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω ότι οι εικόνες ή, καλύτερα, οι παραστάσεις και τα βιώματα αυτά, που τα είχα αποκτήσει κατά την εφηβεία μου στη Θήβα, παραχώρησαν τη θέση τους σε άλλα οράματα, όταν για μερικά χρόνια έμεινα στην Αθήνα προκειμένου να ολοκληρώσω τις σπουδές μου και, παράλληλα, να ασχοληθώ με τον κλασικό αθλητισμό που αγαπούσα και αγαπώ πάρα πολύ. Μια μέρα όμως, και ενώ ως νέος πλέον δικηγόρος, βρισκόμουν μαζί με συναδέλφους μου στο παλιό Πρωτοδικείο της Θήβας, στη διασταύρωση των οδών Πινδάρου και Αντιγόνης, αντιμετώπισα κάτι που άλλαξε πολλά πράγματα μέσα μου. Συγκεκριμένα, από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια του 2ου ορόφου είδαμε να κατεδαφίζεται ένα παλιό κτίριο (η παραδοσιακή ταβέρνα ¨Φουρτούνα¨), που ήταν σχεδόν σε επαφή με το πυρπολημένο ¨Δωμάτιο της Σεμέλης¨, και γύρω γύρω να έχει συγκεντρωθεί πολύς κόσμος, ανάμεσα τους και αρχαιολόγοι, οι οποίοι μάλιστα αντάλλασαν μεταξύ τους μεγαλόφωνα επαινετικά λόγια: μιλούσαν για την ανακάλυψη τμήματος του κεντρικού κτιρίου του Καδμείου Ανακτόρου της Θήβας, της μυκηναϊκής εποχής, σε παρακείμενα δωμάτια του οποίου είχαν βρεθεί νωρίτερα οι πιο περίτεχνες νωπογραφίες στην Ελλάδα.
Καλύτερα όμως είναι, στο σημείο αυτό, να δώσω το λόγο στην τότε αρχαιολόγο του Μουσείου Θηβών, μετέπειτα προϊσταμένη της Εφορίας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας και στη συνέχεια προϊσταμένη της Α΄ Εφορίας της Ακρόπολης Αθηνών, πρόεδρο σήμερα της ¨Ένωσης Φίλων της Ακρόπολης¨, προκειμένου να εξιστορήσει εκείνη τα όσα είχαν συμβεί. Σημειώνει, λοιπόν, η Εύη Τουλούπα: «Μια μέρα εκεί (κοντά στα ερείπια του ¨Θαλάμου της Σεμέλης¨) στη Θήβα, και καθώς δούλευε μια μπουλντόζα, είδαμε να πετάει αρχαία. Ανάμεσά τους ήταν και οι περίφημοι σφραγιδοκύλινδροι, που τώρα εκτίθενται στο Μουσείο της Θήβας. Όταν φάνηκαν αυτά, άρχισε συστηματική ανασκαφή. Τι χρυσά, τι λάπις λάζουλι, τι ελεφάντινα. Όπου και να σκάβαμε όλα όσα βρίσκαμε ήταν σπουδαία. Τότε ανακαλύφθηκαν και οι πρώτες πινακίδες με τη Γραμμική Γραφή Β΄(…) Ό λ η η Θ ή β α ε ί ν α ι έ ν α Α ν ά κ τ ο ρ ο, τ ο μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο τ ο υ κ ό σ μ ο υ».
Αυτό ήταν. Από την ημέρα εκείνη και μετά, επιστρέφοντας από κάθε ταξίδι μου στην Αθήνα, έφερνα μαζί μου βιβλία ντόπιων και ξένων συγγραφέων που μιλούσαν για τον ελληνικό πολιτισμό, έτσι που χρειάστηκε να δημιουργήσω μια δεύτερη βιβλιοθήκη στο σπίτι μου. Και, τελικά, αξιοποιώντας όλα αυτά προχώρησα στη συγγραφή των πέντε βιβλίων που προανέφερα, καθώς και τούτου εδώ, που αποτελεί το καινούριο πόνημά μου.
β) Ο λόγος που έγραψα αυτό το βιβλίο δεν ήταν βέβαια το ότι ήθελα να παρουσιάσω μια πραγματεία γύρω από το θέμα της διαδρομής των θρησκειών στον ελλαδικό χώρο. Θρησκειών και θεολογικών δοξασιών οι οποίες έχουν δώσει πνοή και έχουν συντελέσει και αυτές στη δημιουργία του ελληνικού πολιτισμού, σε μια πορεία δεκάδων αιώνων. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν καθόλου ελκυστικό, και δικαιολογημένα θα χαρακτηριζόταν ως κοινότυπο, αφού τα θέματα αυτά τα έχουν καλύψει – για να μην πω τα έχουν εξαντλήσει – αναρίθμητοι μελετητές ντόπιοι και ξένοι και εξαίρετοι επιστήμονες.
Το βιβλίο αυτό στην κυριολεξία αποφάσισα να το γράψω όταν διάβασα μια ανάλυση την καθηγήτριας του Πανεπιστημίου του Harvard, Emily Vermeule – στο μνημειώδες έργο της ¨Ελλάς, η Εποχή του Χαλκού¨- όπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστηρίζει ότι στον αρχαιοελληνικό κόσμο κάθε μετάβαση από μια παλιά θρησκεία ή λατρεία σε κάποια άλλη, νεότερη, ποτέ δε γινόταν με βίαιες μεθόδους και αιματοχυσίες αλλά με ειρηνικούς και συναινετικούς τρόπους, δείγμα του υψηλού πολιτισμικού επιπέδου που είχαν κατακτήσει οι Έλληνες, ήδη από τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ, κατά την περίοδο δηλαδή της μεγάλης ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού. Αυτό στα μάτια μου φάνηκε ως ένα από τα σπουδαιότερα μορφωτικά διαχρονικά μηνύματα, ιδιαίτερα χρήσιμο για εμάς σήμερα που προβληματιζόμαστε και αγωνιούμε από τη δραστηριοποίηση εκατοντάδων ομάδων φονταμενταλιστών σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Ακραίων, δηλαδή, στοιχείων που δε διστάζουν εν ονόματι της θρησκευτικής τους ιδεολογίας να προβαίνουν σε πράξεις βίας με δολοφονίες αντιφρονούντων, προκειμένου να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Και αυτή τη σπουδαία παρατήρηση της πασίγνωστης καθηγήτριας θέλησα να την αξιοποιήσω, επαναφέροντας και εξειδικεύοντας – μέσα από τις σελίδες αυτού εδώ του βιβλίου - το μέγιστο μήνυμα που στέλνουν οι αρχαίοι Έλληνες, σύμφωνα με το οποίο μόνο συμφορές προκαλούν οι θρησκευτικοί, και γενικότερα οι ιδεολογικοί και πολιτικοί φανατισμοί.
Έχει γράψει, λοιπόν, η Emily Vermeule (2), αναφερόμενη στην περίοδο κατά την οποία οι Προέλληνες (Πελασγοί, Έκτηνες, Άονες, Τέμμικες κ.α.), που είχαν αναπτύξει, με βάση τους κανόνες της μητριαρχικής συγκρότησης των κοινωνιών τους, σπουδαίο πολιτισμό, ¨υποτάχθηκαν¨ όμως στα πρωτοελληνικά φύλα των Αιολέων, Δωριέων, Ιώνων, Αχαιών, Καδμείων κ.α. - γνωστών ως Μυκηναίων - τα οποία, αντίθετα,είχαν πατριαρχική συγκρότηση και ήταν κατά βάση φιλοπόλεμα: «Οι Μυκηναίοι κατά κάποιο τρόπο κατάφεραν να συγχωνεύσουν το διπλό ρεύμα της ¨Αιγαιακής¨ λατρείας της θεάς, που ήταν σύμβολο μητέρας – γονιμότητας, με τους δικούς τους άρρενες και με ¨ειδικά καθήκοντα¨ θεούς. Προίκισαν έτσι την Κλασική Ελλάδα με μια θρησκευτική κληρονομιά που συνδυάζει και τα δύο σε κάπως ασταθείς αναλογίες. Η συμβατική άποψη είναι ότι κάθε ¨ιερός γάμος¨ ανάμεσα σε θεότητες που εκπροσωπούσαν τη λατρεία της φύσης, και εκείνες που εξέφραζαν ουράνιους θεούς, παραδόθηκε συμβολικά μέσα από ποικίλους μεταγενέστερους ελληνικούς μύθους, οι οποίοι περιγράφουν το γάμο του Ινδοευρωπαίου Διός με τη μία ή την άλλη ισχυρή γυναικεία θεότητα ή ηρωίδα που ήταν γηγενής».
Και η Vermeule, αφού υπογραμμίζει την κυριαρχία, επί ανθρωπίνου επιπέδου, που είχαν πετύχει οι Πρωτοέλληνες επί των γηγενών Προελλήνων, και έτσι είχαν επιβάλει ειρηνικά τη δική τους θρησκεία, καταλήγει ως εξής: «Ποτέ, όμως, οι νέοι αυτοί Έλληνες δεν εξαφάνισαν τελείως τις παλαιότερες γηγενείς πεποιθήσεις. Τις έβλεπαν να χάνονται σαν καθημερινό θέαμα και να αναφέρονται μόνο με περιοδικά ξεσπάσματα ή, να τους λείπει η παλιά τους θέρμη, να περιφέρονται δε σε τοπικές λατρείες, ιδιαίτερα χθόνιες και μυστηριακές, αλλά αυτό δεν τους ενδιέφερε».
Οι παραπάνω θεμελιωμένες απόψεις της Vermeule με προβλημάτισαν, και αυτό γιατί εκείνα που από μικρό παιδί είχα συγκρατήσει στο μυαλό μου και, βέβαια, είχα αποδοκιμάσει, ήταν οι εγκληματικές συμπεριφορές πολλών λαών και πολιτικών ηγετών, αλλά δυστυχώς και ορισμένων θρησκευτικών και πολιτικών καθοδηγητών, σε φάσεις μετάβασης από τη μία θρησκεία ή, ορθότερα, από τη μία ιδεολογία στην άλλη: Ήταν, συγκεκριμένα, οι άγριοι και μαζικοί διωγμοί, με βασανιστήρια και μαρτυρικούς θανάτους, που είχαν οργανώσει Ρωμαίοι αυτοκράτορες των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, για να καταπνίξουν τη νέα τότε θρησκεία, τη χριστιανική. Ήταν οι βαρβαρότητες που είχαν διαπράξει οι πρώτοι – μετά το Μ. Κωνσταντίνο – αυτοκράτορες του Βυζαντίου οι οποίοι, έχοντας επίσημη πλέον θρησκεία του κράτους τους τη χριστιανική, και προκειμένου να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της παλιάς θρησκείας των Ελλήνων, δε δίστασαν να διατάξουν την καταστροφή, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της επικράτειας, χιλιάδων Ιερών, Ναών, Λυκείων, Γυμναστηρίων και Θεάτρων, με συνέπεια να εξαφανιστούν μοναδικά αριστουργήματα του ελληνικού πολιτισμού. Ήταν, επίσης, οι εκστρατείες ¨χριστιανών¨ σταυροφόρων από τη Δυτική Ευρώπη, που εγκαινιάστηκαν με πρωτοβουλίες των παπών, με στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Σελτζούκους Τούρκους, με κορύφωση την 4η Σταυροφορία η οποία, όμως, προκάλεσε τραγικές συνέπειες στον ορθόδοξο χριστιανισμό και τον ελληνισμό γενικότερα, δεδομένου ότι κατέλυσε προσωρινά την ίδια τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπαιξε, δε, καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία των προϋποθέσεων της τουρκικής κατάκτησης του Βυζαντίου, το 1453.
Τέλος ήταν, και είναι, η συνεχιζόμενη δράση ακραίων φονταμενταλιστών σε πολλές περιοχές της υφηλίου, με χιλιάδες αθώα θύματα, μόνο και μόνο για να επιβάλλουν τις δικές τους θρησκευτικές δοξασίες. Ανθρώπων που, βέβαια, τους εκμεταλλεύονται διάφοροι πολιτικοί όταν διαπιστώνουν ότι υπερτερούν αριθμητικά. (Πρόσφατα είναι τα βίαια επεισόδια τα οποία προκάλεσαν, στις 9/10/2011, φανατικοί μουσουλμάνοι της Αιγύπτου, ο λαός της οποίας – μετά από μια πετυχημένη επανάσταση κατά του καθεστώτος Μπουμπάρακ - προσπαθεί με ειρηνικά μέσα να καθιερώσει στη χώρα την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Πρόκειται για γεγονότα που προκάλεσαν φριχτούς θανάτους σε 26 κόπτες χριστιανούς έστειλαν, δε, στα νοσοκομεία 270 τραυματίες. Συνέβησαν αυτά κατά τη διάρκεια ειρηνικής διαδήλωσης που είχαν οργανώσει τις ημέρες αυτές στο Κάιρο κ ό π τ ε ς χ ρ ι σ τ ι α ν ο ί, διαμαρτυρόμενοι για την ανοχή των κρατικών υπηρεσιών μπροστά στη δράση των σαλαφιστών, δηλαδή των σκληρών μουσουλμάνων που στρέφονταν εναντίον τους και, καθώς υπερτερούσαν αριθμητικά, τρομοκρατούσαν ολόκληρη τη χριστιανική κοινότητα. Η επιθετικότητα, μάλιστα αυτή, των μουσουλμάνων είχε αρχίσει πριν από μια εβδομάδα στο χωριό της Άνω Αιγύπτου Μαρινάμπ όπου, με την παρακίνηση του τοπικού ιμάμη, αυτοί είχαν κάψει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου).
Έτσι πήρα την πρωτοβουλία να ¨παρακολουθήσω¨ βήμα με βήμα όλες τις εξελίξεις στις θρησκείες και τις λατρευτικές εκδηλώσεις των Ελλήνων, αρχίζοντας από τα μέσα της Νεολιθικής Εποχής ώστε να μπορέσω να δώσω μια ακριβή εικόνα του πότε αλλά και ποιοι έδειξαν φασιστικού τύπου συμπεριφορές, και ποια είναι τα μηνύματα που έχουν στείλει, τα οποία μπορούν φανούν σήμερα χρήσιμα στις νέες γενιές.
Υ.Γ. Από τα δεκάδες μαντεία του αρχαιοελληνικού κόσμου το σπουδαιότερο, και πιο αντιπροσωπευτικό από όλα τα άλλα ήταν εκείνο του Απόλλωνα των Δελφών και το αρχαιότερο το Μαντείο της Δωδώνης, από το οποίο και αρχίζω την έρευνά μου.
Σημειώσεις
Από την πανσπερμία των ιερών, που εκτός του ότι περιείχαν σπάνια καλλιτεχνήματα υπήρξαν κέντρα καλλιέργειας και μετάδοσης θρησκευτικών πεποιθήσεων και αξιών, και τόποι διοργάνωσης λατρευτικών και, εντέλει, πολιτιστικών εκδηλώσεων – ορισμένα από τα οποία υπάρχουν σήμερα ως αρχαιολογικοί χώροι – ξεχώρισα οκτώ. Αυτά θεωρώ ως τα σπουδαιότερα και πλέον αντιπροσωπευτικά.
Τα οκτώ ιερά του ελληνισμού σε μια πορεία 4.000 χρόνων είναι τα εξής:
Το Μαντείο της Δωδώνης (χωρίς να παραγκωνίζεται η αξία του ιερού του Δία στην Ολυμπία).
Το Τελεστήριο των Καβείρων της Βοιωτίας (χωρίς να παραβλέπεται η σημασία των παρόμοιων τελεστηρίων των Καβείρων της Λήμνου και της Σαμοθράκης).
Το ¨Θάλαμο της Σεμέλης¨ του Καδμείου Ανακτόρου της Θήβας (χωρίς να αγνοείται η σπουδαιότητα των δύο μαντείων της πόλης: εκείνυο του Αμφιάραου και του άλλου του Ισμηνίου Απόλλωνα, όπου ο Ηρόδοτος είδε τα αρχέτυπα των πρώτων Γραμμάτων των Ελλήνων, των Καδμήιων Γραμμάτων¨ .)
Το Ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς (χωρίς να υποβαθμίζεται η προσφορά του Ιερού του Απόλλωνα της Δήλου).
Η ¨Ορχήστρα του Διονυσιακού Θεάτρου¨ της Αθήνας, την οποία από μια φιλοσοφική έποψη μπορούμε να τη βλέπουμε ως την πρώτη Θεολογική Σχολή στον κόσμο (χωρίς να παραγνωρίζεται η αξία των ναών της Αθηνάς στον Παρθενώνα και του Ποσειδώνα).
Το Ιερό Μοναστήρι της Πάτμου (χωρίς να αποσιωπάται η μοναδικότητα των Μοναστηριών των Μετεώρων και του Άθου).
Η Αγία Σοφία της Κωνσταντινουπόλεως (χωρίς να μένει αναξιολόγητη η σημασία της Παναγίας Σουμελά των Ελλήνων του Πόντου).
Η Παναγία της Τήνου (χωρίς να αγνοούνται οι δεκάδες εκατοντάδες εκκλησίες της Μεγαλόχαρης σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο).
Emuly Vermeul,¨Ελλάς, Εποχή του Χαλκού¨ εκδόσεις Καρδαμίτσα, σελ. 303.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου