Ιδρυτική διακήρυξη πολικής-οικονομικής συγκρότησης Κοινωνίας των εργαζομένων.
Πρόταση για τους εργαζόμενους της Αν. Στερεάς Ελλάδας
Οι εργαζόμενοι στην χώρα μας, είτε ως μισθωτοί είτε ως εν ελευθερία εργαζόμενοι, μεταχειρίσθηκαν από ένα φαύλο πολιτικό σύστημα, όμηρο του Δυτικού «πολιτισμού», του χρήματος και της εκμετάλλευσης.
Χρησιμοποιήθηκαν άλλοτε για να υποστηρίξουν πολιτικές σκοτεινών δυνάμεων που θα τους οδηγούσαν στην αμάθεια, τον εθνικισμό στην υποταγή και θα τους υποχρέωναν στην φτώχεια και στην εξαθλίωση επειδή έτσι γεννήθηκαν και άλλοτε να ενοχοποιηθούν κατά έμμεσο ή ακόμη σε κάποιες των περιπτώσεων άμεσα ως αποδιοπομπαίοι τράγοι οποιασδήποτε οικονομικής πολιτικής που υπερχρέωνε την χώρα υπέρ των πλουσίων και των τυχοδιωκτών, καταδικάζοντάς τους σε μόνιμα υποζύγια του εξωτερικού χρέους ή της χρεοκοπίας.
Σε όλα τα χρόνια που πέρασαν πολλοί σωτήρες με ψευδεπίγραφα μανιφέστα, καλλιέργησαν φιλεργατικές και φιλολαϊκές δοξασίες και ψευδαισθήσεις που εγκλώβισαν τους εργαζόμενους στο μαντρί ψηφοθηρίας των δυνάμεων μια οικονομικής και πολιτικής ελίτ, στερώντας τους την δύναμη και την δυνατότητα να γίνουν «αφεντικά» του κόπου και της δουλειάς τους.
Πολλά κόμματα και πολλές ιδεολογίες, τους αποστέρησαν το μοναδικό προστατευτικό τείχος που είχαν, την συγκρότηση κοινωνίας με θεσμικά – νομικά χαρακτηριστικά , που θα τους καθιστούσε υπολογίσιμη δύναμη στη σύγκρουση με του κεφαλαιοκράτες και του ελέγχου του Κράτους.
Οι εργαζόμενοι πολλές φορές πίστεψαν τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, κυνηγήθηκαν, εκτοπίστηκαν, άλλοι συμβιβάστηκαν με την «μοίρα» τους, άλλοι αναγκάστηκαν να φύγουν μετανάστες, άλλοι κλείστηκαν σε ξερονήσια και πάντα όταν αυτή η Πατρίδα βρέθηκε σε κίνδυνο πρώτοι έτρεξαν και έδωσαν απλόχερα το αίμα τους, δώρισαν την ζωή του για να μπορεί αυτή η πατρίδα να είναι ελεύθερη και να του καταδυναστεύει.
Ποτέ οι εργαζόμενοι δεν ένιωσαν πως αυτή η πατρίδα τους ανήκει, τους προστατεύει, τους αγαπάει, γιατί αυτήν την Πατρίδα την λυμαίνονται συμμορίες πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων υπόδουλων στην εξουσία και στα πολυεθνικά οικονομικά τραστ συμφερόντων.
Οι εργαζόμενοι μέχρι σήμερα οδηγήθηκαν με πειθαναγκασμό κάτω από το βάρος διαφόρων ιδεολογιών σε οργανωτικά σχήματα που αποτελούσαν στην πραγματικότητα πεδία συγκρούσεων κομματικών συμφερόντων ή ψηφοθηρικών επιρροών.
Από τα κλαδικά σωματεία που αποτελούσαν ιδεοληψία του ΚΚΕ στα εργοστασιακά ή εργασιακά σωματεία που αποτελούσαν ιδεοληψία του ΠΑΣΟΚ, οι εργαζόμενοι αποτέλεσαν τον πολιτικό-ιδεολογικό στρατό της σύγκρουσης των δύο κομμάτων χωρίς ποτέ να συνειδητοποιήσουν ότι απλά τους χρησιμοποιούσαν επεκτείνοντας και επιτείνοντας τον κομματικό φεουδαλισμό, καθιστώντας τους υποχείρια εργαλεία της εξουσίας τους.
Η άκρατη κομματικοποίηση όλης την κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητα των πολιτών και δη των εργαζομένων, με την χειραγώγηση της καθημερινότητας τους, των αγώνων τους, των αναγκών τους και της ψήφου τους υποστυλώθηκε από την γέννηση των πολιτικό-συνδικαλιστικών κομματικών παρατάξεων, οι οποίες εμπορεύθηκαν τους εργαζόμενους και τις οικογένειες τους, τις ανάγκες και τα όνειρά τους, τους αγώνες και τα δικαιώματα τους, μετατρέποντας τα σε εξαρτησιωγόνα μέσα, σε γραμμάτια εξαργύρωσης εργατικής εξουσίας, σε μέθοδο άμβλωσης συνειδησιακών αντιστάσεων, σε μηχανισμούς παραγοντισμού και σήψης των συνδικαλιστικών ηγεσιών, σε συκοφάντηση των αγώνων και της ορθής κρίσης τους, σε ενοχοποίηση κάθε απαίτησης για δίκαιο κράτος και δίκαιη αναδιανομή του παραγόμενου πλούτο, και αποδοχή της κατωτερότητας τους μπροστά στην πανσοφία και την δύναμη των κομματικών μηχανισμών και εξουσιών.
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες τις οποίες επέβαλαν οι κομματικοί μηχανισμοί πάνω στους εργαζόμενους δεν κατάφεραν μόνο να ενοχοποιήσουν και να συκοφαντήσουν και τους εργαζόμενους, τους αγώνες τους και τα δικαιώματά τους, αλλά χρησιμοποίησαν την εξουσία τους και τον σφετερισμό της δύναμη των εργαζομένων για να καταλάβουν κομματικούς θώκους εξουσίας και ένα βουλευτιλίκι που χρησιμοποίησαν εναντίων των εργαζομένων και των οικογενειών τους.
Σε όλη αυτήν την περίοδο αγώνων και προσδοκιών, τα χρόνια που πέρασαν από την περίοδο της «μεταπολίτευσης» μέχρις και σήμερα, οι εργαζόμενοι θυσίασαν όλη την ενεργητικότητα τους σε ένα υποθηκευμένο μέλλον όπως αυτό επεξεργάστηκε το φαύλο πολιτικό σύστημα και οι μηχανισμοί του, κατακρημνίζοντας μέσα στην αγωνία τους και την θέληση να αντλήσουν προστασία και ευημερία, κάθε τι που αποτελούσε την αιχμή των αγώνων τους, όπως οι συνδικαλιστικές τους οργανώσεις που μετατράπηκαν σιγά-σιγά σε μηχανισμοί αποπομπής των εργαζομένων από τον φυσικό τους χώρο, μηχανισμοί κομματικής προπαγάνδας και εφαλτήρια ικανοποίησης ατομικών φιλοδοξιών.
Δεν υποθηκεύτηκε μόνο το οικονομικό μέλλον των εργαζομένων και των οικογενειών τους όλη αυτή την περίοδο, αλλά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι εμποτίστηκαν σε μια φαύλη ευημερία καταναλωτισμού ανούσιων αναγκών, που τους στέρησε το δικαίωμα ενός υγιούς και αρμονικού φυσικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο θα έπρεπε να εργάζονται, να απολαμβάνουν τον ελεύθερο χρόνο τους και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
Στο όνομα της καταναλωτικής ευημερίας και της πλαστικής ευτυχίας που τους έμαθαν, τους στέρησαν το ένστικτο του κινδύνου της καταστροφής του φυσικού τους περιβάλλοντος, που το αδηφάγο πλουτοκρατικό εκμεταλλευτικό κεφάλαιο το μετέτρεπε σε χρήμα και οικονομική εξουσία.
Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ποτέ δεν διανοήθηκαν να πρωτοστατήσουν στο κλείσιμο των επιχειρήσεων που εργάζονταν επειδή αυτές οι επιχειρήσεις κατέστρεφαν στο όνομα του κέρδους και της ευημερίας κάποιας οικονομίας, την γη, τα νερά, τον αέρα, τις συνθήκες παραγωγής, την ατομική τους υγεία.
Συστρατευόμενοι στην ευτυχία που το χρήμα και ο καταναλωτισμός τους «εξασφάλιζε», συνδιαμόρφωσαν με τους καπιταλιστές τις συνθήκες επώασης θανατηφόρων μολυσματικών ασθενειών και τερατογενέσεων. Κάποια εποχή, ακόμα και σήμερα, το πόσες σακούλες σκουπιδιών έβγαζε η νοικοκυρά το πρωί από το σπίτι της αποτελούσε μέσο επίδειξης της ευτυχίας και ευδαιμονίας. Έτσι έμαθε ο λαός να καταναλώνει όσα περισσότερα σκουπίδια μπορούσε χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι τον μεταχειρίζονταν ως σκουπιδοφάγο που τους αύξανε τα κέρδη και υπερχρέωναν την δημόσια και κρατική οικονομία.
Ο ίδιος ο καταναλωτισμός και τα πρότυπα ευτυχίας που διδάχθηκαν ποτέ δεν τους επέτρεψαν να διεκδικήσουν τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα καθώς και την υποχρέωση των εργοδοτών τους στην κουλτούρα μιας ουμανιστικής αλληλεγγύης.
Αυτός ο καταναλωτισμός και τα συγκεκριμένα πρότυπα ευτυχίας αφού εγκλώβισαν και αποστέωσαν την λογική και την θέληση, υποχρέωσαν τους εργαζόμενους να μην αμφισβητήσουν ούτε την υπεροχή του Κράτους, ούτε την αδιαφανή μεγέθυνσης του εξωτερικού χρέους, ούτε την κατασπατάληση των φόρων, ούτε την καταστροφή των δομών του κοινωνικού κράτους, ούτε την διεκδίκηση δικαιωμάτων των ανήμπορων και των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, αλλά ούτε και την καταδίκη ενός παράλογου ασφαλιστικού συστήματος που αφειδώς και με αντεργατικά, αντιοικονομικά και αντικοινωνικά κριτήρια μεσολαβούσε στην άνθιση της νοσηρότητας και του τυχοδιωκτισμού εκατοντάδων εργαζομένων και πολιτικών που υπερχρέωναν τα αποθεματικά με μαϊμού συντάξεις αναπηρίας και πρόωρες ειδικών κριτηρίων.
Σήμερα που ο πλουτισμός των κεφαλαιοκρατών εδράζεται σε νέα ευφυολογήματα, όπως αυτά του Νεοφιλελευθερισμού και των νόμων της «ελεύθερης αγοράς», τα παλιά πρότυπα αποσύρονται και την θέση τους καταλαμβάνουν ως δήθεν νέα, απαρχαιωμένα και χρεοκοπημένα συστήματα ανάπτυξης , όπως η εξαθλίωση των μισθών και των συντάξεων, η δραστική μείωση του αναδιανεμούμενου πλούτου υπέρ των όλο και λιγότερων κρατούντων, οι ενοχοποίηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μισθωτών και των αγροτών, οι πολλές ώρες εξαναγκαστικής εργασία και απλήρωτης υπερωρίας, η δημιουργία τεράστιων δυνάμεων εφεδρικού στρατού ρακένδυτων ανέργων, η κατάργηση κάθε νομικού πλαισίου προστατευτισμού της εργασίας ως δικαίωμα και της ασφάλεια της υγείας ως υποχρέωση Κράτους και εργοδότη, η μετατροπή κάθε ανάγκης του ανθρώπου σε εμπόρευμα και ιδιοκτησία των ολίγων κρατούντων, ο περιορισμός της ελευθερίας και της έκφραση λόγου και διεκδίκησης δικαιωμάτων, η βαναυσότητα καταστολής της δράσης και της έκφρασης αντίθετης γνώμης από τις ένστολες δυνάμεις που συνθέτουν το επίσημο παρακράτος μιας κομματοκρατούμενης Δημοκρατίας μαζί με ένα δικαστικό σύστημα που προστατεύει τους διαχειριστές και ιδιοκτήτες της εξουσίας σε βάρος της ύπαρξης και των αναγκών του Ελληνικού λαού.
Το Πολιτικό Προσωπικό της κομματοκρατίας ψάχνεις να βρει τρόπο να ενθαρρύνει την συνέχιση της υποστήριξης εκείνων των κοινωνικών συσχετισμών που επικάθονται πάνω στην χώρα ως οργανωμένα οικονομικά εκμεταλλευτικά συμφέροντα, σε κάθε προσπάθεια επαναβεβαίωσης του Βουλευτικού του ρόλου και της διαχείρισης της Κυβερνητικής εξουσίας.
Έτσι επιστρατεύονται αμφιλεγόμενης επιστημονικότητας «καθηγητάδες» οικονομικών σχολών πανεπιστημίων, «αναλυτές» οικονομικών, δημοσιογράφοι που τρωγοπίνουν από τα κρυφά κονδύλια της Κυβέρνησης, καναλάρχες- εργολάβοι κατασπατάλησης δημόσιων έργων και αναγκών, πληρωμένοι χαφιέδες και στημένες τρομοκρατικές οργανώσεις που η παρουσία τους ενοχοποιεί τις οργανωμένες αντιδράσεις και κινητοποιήσεις των εργαζομένων, εκφοβισμοί, τρομοκρατίά και παραπληροφόρηση που προέρχεται τόσο από Πρωθυπουργικά χείλη όσο και από το εξωτερικό με δηλώσεις αρχηγών Κρατών ή ανωτάτων κυβερνητικών στελεχών που έχουν συμφέρον να ληστεύουν συνεχώς την χώρα μας χωρίς ο Ελληνικός λαός να μπορεί να οργανώσει αντίσταση και να επιβάλει την ανόθευτη θέλησή του.
Κάθε φορά που ο ριζοσπαστισμός του Ελληνικού λαού βρισκόταν σε έξαρση, το ίδιο ανάλγητο Πολιτικό Σύστημα του πρότεινε κατασκευάσματα εκτόνωσης και καταστολής.
Αντί το Λαϊκό και Εργατικό κίνημα να προστατεύσει το δικαίωμα του να συγκροτήσει την δύναμη του σε οργανωμένη κοινωνία, αφέθηκε στα χέρια των επιτήδειων πολιτικάντηδων να του υποδείξουν τις βαλβίδες εκτόνωσης.
Συγκροτήθηκαν διάφορες οργανώσεις και άλλες γνωστές ως ΜΚΟ που υποδείχθηκαν ως μέσα έκφρασης της Δημοκρατίας και του ελεύθερου λόγου.
Αλλά κάθε φορά που γεννιόταν μια οργάνωση κάθε φορά βάθαινε και η απώλεια της Δημοκρατίας , μεγεθυνόταν ο κατακερματισμός των ατόμων σε οργανώσεις αντιτιθέμενων συμφερόντων, έτσι που η παλιά αρχή του «Διαίρει και Βασίλευε» να αποτελεί την μόνιμη στρατηγική του Πολιτικού Συστήματος. Από την πρώτη εποχή της εμφάνισης του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος το μόνιμο αίτημα για τους εργαζόμενους ήταν η ενότητα.
Η ενότητα αποτελούσε, και εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα, τόσο σημείο ρήξης όσο και πεδίο ανταγωνισμών, προσωπικών, πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων επικυριαρχίας.
Οι εργαζόμενοι κλήθηκαν πολλές φορές να δημιουργήσουν πραγματικούς όρους ενότητας, αλλά κάθε φορά οι αιτούντες την ενότητα είχαν εκ προοιμίου ναρκοθετήσει κάθε δυνατότητα κτισίματος της ανάμεσα στους εργαζόμενους , στους αγώνες τους, στις οργανώσεις και στους στόχους και στον τρόπο υλοποίησης των στόχων.
Οι κομματικοί ιδεολογικοί σχηματισμοί, που στην ουσία ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, επεδίωκαν την χειραγώγηση των εργαζομένων, ώστε να αποτελέσουν τον δημιουργικό στρατό των πολιτικών και ιδεολογικών τους στόχων αλλά και την υπεροχή του ενός πάνω στον άλλο.
Σήμερα οι εργαζόμενοι ξαναβρίσκονται και πάλι όλοι μαζί ενωμένοι, ως θύματα αυτών των πολιτικών και ιδεολογικών ανταγωνισμών, που σε κάθε κινητοποίηση οι κομματικοί πατερούληδες συνδικαλιστές επικαλούνται την ανάγκη ενότητας, της συσπείρωσης και της έκφρασης , αλλ’ ο κάθε ένας για το δικό του κομματικό δοβλέτι.
Οι περισσότεροι των εργαζομένων πλέον ούτε αναγνωρίζουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ούτε συμμετέχουν στις δράσεις των αλλά ούτε δέχονται να εκπροσωπούνται από αυτές, αφού δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από γήπεδα κομματικών αντιπαραθέσεων και εργαλεία υποταγής στις κομματικές πλειοψηφίες.
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δομήθηκαν κατά τέτοιο τρόπο που θα τις αναγνώριζε το Κράτος των ισχυρών της Πολιτικής και Οικονομικής ελίτ , ως οικονομικές επαγγελματικές οργανώσεις συγκεκριμένων συμφερόντων, έχοντας κατά νου να τις χρησιμοποιεί κάθε φορά και σε κάθε κρίση, είτε ως ένοχες είτε ως υποδείγματα, ανάλογα με ποια συμφέροντα κάθε φορά προτάσσονταν και ποια συμφέροντα εξυπηρετούσε η χρήση τους.
Έμαθαν οι εργαζόμενοι, καθώς έτσι εκπαιδεύτηκαν, ότι ισχυρές οργανώσεις και ωφέλιμες για τους ίδιους ήταν εκείνες που τους δημιουργούσαν προσδοκίες , που υλοποιούσαν με οποιαδήποτε μέσα αυτές τα προσδοκίες και που τους επέβαλαν σε ένα περιβάλλον Κρατισμού ή κομματικής ασφάλειας και υπεροχής έναντι όλων των άλλων.
Όσο πιο κοντά στο Κράτος ή όσο πιο αποτελεσματικά ελεγχόταν από το κόμμα- Κυβέρνηση, η συνδικαλιστική οργάνωση, τόσο οι εργαζόμενοι παραπλανιόνταν πως και εξασφαλισμένο μισθό είχαν και σίγουρες τις θέσεις εργασίας.
Στην ιστορία μας ως εργαζόμενοι και στην ιστορία των συνδικαλιστικών οργανώσεων, γνωρίζουμε πως ποτέ δεν αντιστρατευτήκαμε στις επιδιώξεις της εργοδοσία ή των κομματικών μηχανισμών στους οποίους είχαμε εγκλωβιστεί, όσο αυτές μας δημιουργούσαν ανωτερότητα και οικονομικό όφελος.
Έτσι, παρατηρούμε πως δημιουργήθηκε ένα ισχυρό οικονομικό και συνάμα γραφειοκρατικό αλλά και ελιτίστικο συνδικαλιστικό κίνημα στης ΔΕΚΟ, όπου κάθε πολιτική οικονομικής επιβάρυνσης του συνόλου των άλλων εργαζομένων, αποτελούσε επιχειρηματολογία για μεγεθυσμένες αυξήσεις μισθών, επιδομάτων και ασφάλειας της συνέχισης της εργασίας των εργαζομένων σε αυτές.
Η ίδια η ιστορία μας έδειξε πως η μαζικότητα σε αυτούς τους χώρους λειτούργησε υποδουλωτικά για όλους τους άλλους εργαζόμενους, καθώς και υπεροπτικά σε βάρος των συγκροτούμενων πλειοψηφιών, γιατί οδηγήθηκαν στην καθυπόταξη οργανώσεων και εργαζομένων, από την απολυταρχική κυριαρχία των κομματικών συνδικαλιστικών στελεχών είτε στον ιδιωτικό είτε στις ΔΕΚΟ.
Πολλοί εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι και πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν για να αποδειχτεί η «ορθότητα» του κομματικού λόγου και η «υπεροχή» της κομματοκρατίας πάνω στα πράγματα.
Μέχρι και σήμερα τουλάχιστον, για ότι συνέβη στα τελευταία 38 χρόνια «Δημοκρατικής» ελευθερίας, η ΓΣΕΕ ποτέ δεν βρέθηκε με Πρόεδρο εργαζόμενο σε εργοστάσιο ή σε οικοδομή ή σε ορυχείο.
Αλλά και η θέση του Γενικού Γραμματέα τις περισσότερες φορές ήταν καπαρωμένη από τα επαγγελματικά κομματικά στελέχη του ΚΚΕ, δήθεν συνδικαλιστές, όπως δήθεν συνδικαλιστές, ήταν και οι κομματικοί Πρόεδροι που κατά τεκμήριο αποτελούσαν το ανώτερο υπαλληλικό προσωπικό των ΔΕΚΟ.
Η διάβρωση στις συγκροτημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις από ένα σμήνος κομματικών συνδικαλιστών, επέβαλε ως ανάγκη εκλογές οργάνων κατά παραγγελία των κομματικών γραμμών.
Ποτέ μέχρι σήμερα εργαζόμενος που να του έχουν εμπιστοσύνη οι συνάδελφοί του στον χώρο δουλείας δεν κατάφερε να εκλεγεί, εκτός σπανίων εξαιρέσεων, σε συνδικαλιστικό αξίωμα αν δεν ήταν και ενταγμένος σε ένα κόμμα και αν δεν υπήρχε κομματική παραγγελία για την εκλογή του.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των υποταγών στην κομματοκρατία και στην φαυλότητα του Πολιτικού συστήματος για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, που διέφθειρε τους εργαζόμενους, που την πλειοψηφία τους, τους υποχρέωσε να μην συμμετέχουν σε αυτές, που σήμερα κάτω από ένα φασιστικό καθεστώς αφαίρεσης δικαιωμάτων και εξαθλίωσης μισθών και εργασιακών σχέσεων, οι εργαζόμενοι κάθε μέρα γίνονται πιο παθητικοί, πιο ευάλωτοι, πιο ανίσχυροι , πιο φοβισμένοι, πιο ατομικιστές . Γιατί το ίδιο το κομματοκρατούμενο, διεφθαρμένο, βάναυσο και ληστρικό Πολιτικό Σύστημα με τους εγκάθετούς του «συνδικαλιστές» στέρησε μεθοδευμένα κάθε δυνατότητα, οι εργαζόμενοι να είναι η κυρίαρχη δύναμη προστασίας της εργασίας τους, του λαού και της Δημόσιας και Κρατικής περιουσίας.
Σήμερα, που ενώ όλα φαίνονται τρομακτικά και τετελεσμένα οι εργαζόμενοι μπορούν να προσπαθήσουν έξω από το νοσηρό και φαύλο σύστημα που τους περιβάλλει και τους εκβιάζει, να συγκροτήσουν την Κοινωνία τους ως δύναμη και ελπίδα σωτηρίας, ασφάλειας και προόδου ολόκληρου του τρομοκρατούμενου και χειμαζόμενου λαού.
Οι εργαζόμενοι έχουν το δικαίωμα, την υποχρέωση και την ευκαιρία σήμερα που κάθε αξία και κάθε ηθική αυτού του σάπιου Πολιτικού Συστήματος έχει πλέον καταρρακωθεί, να συγκροτήσουν την δική του Κοινωνία, την Κοινωνία των Εργαζομένων και να επιβάλλουν και την θέληση και την δύναμή τους στο Κράτος των Κρατούντων.
Σε αυτήν την δημιουργία τίποτε δεν θα χαριστεί και τίποτε δεν θα επιτρέψουν οι Κρατούντες να γίνει χωρίς την σθεναρή τους αντίσταση.
Η ζωή μας όμως, η ζωή των παιδιών μας και η πατρίδα που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας είναι ανώτερες άξιες από τις αξίες και τις επιταγές των Κρατούντων.
Σε αυτήν την δημιουργία, σε αυτήν την πρόταση ζωής και ασφάλειας καλώ το σύνολο των εργαζομένων της Περιφέρειας, να επαναστατήσουν εναντίον του σάπιου πολιτικού συστήματος, της κομματοκρατίας, της κλεπτοκρατίας, που τους καθιστά υποχείρια χωρίς αυτοπεποίθηση και χωρίς προσωπικότητα.
Συγκροτείστε Κοινωνικές οργανώσεις εργαζομένων κατά περιοχή έξω από τα φθαρμένα και κομματικοποιημένα σωματεία.
Μην ξεχνάτε πως εργαζόμενοι είναι όλοι όσοι ζουν από την δουλειά τους.
Η Ζωή σας δεν ανήκει στον εργοδότη σας ούτε και διαφεντεύεται από τρίτους , όπως το Κράτος , τα Κόμματα, οι Δημοτικές Αρχές, οι Βουλευτές, οι κομματικοί συνδικαλιστές και κάθε μικρό ή μεγάλο «αφεντικό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου