Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Ενημέρωση σχετικά με τις παρουσιάσεις στην ημερίδα της Θ’ ΕΠΚΑ στο Συνεδριακό Κέντρο του Δ. Θηβαίων


Η ημερίδα της 17ης Μαϊου 2012 στο Συνεδριακό Κέντρο του Δήμου Θηβαίων άρχισε με ένα εντυπωσιακό καλωσόρισμα: μια προβολή, η οποία είχε τίτλο «Η ιστορία ενός Μουσείου μέσα από τον φωτογραφικό φακό», δημιούργημα της Εύης Τσώτα, μιας εκ των 5 αρχαιολόγων της Θ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

Στην προβολή αυτή παρουσιάστηκαν φωτογραφίες από το πρώτο μουσείο της Θήβας του 1905 έως και το σημερινό, που πρόκειται να ανοίξει τις πύλες του για το κοινό στο τέλος του 2013. Την διοργάνωση της ημερίδας και την παρουσίαση των ομιλητών έκανε η σημερινή Προϊσταμένη της Θ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Αλεξάνδρα Χαραμή. Κάθε ομιλία άρχιζε με το βιογραφικό του ομιλητή, ώστε να γνωρίσει ο κόσμος ότι ήταν ειδικός και γνώστης του θέματος που παρουσίαζε. Η εκδήλωση περιελάμβανε 12 παρουσιάσεις, τις οποίες οι παρευρισκόμενοι παρακολούθησαν με αρκετό ενδιαφέρον.

Στο πρώτο μέρος, που είχε ως θέμα «Το Μουσείο σε έναν κόσμο που αλλάζει. Νέες προκλήσεις, νέες εμπνεύσεις», η Αλεξάνδρα Χαραμή, αφού είπε δυο λόγια για τον σκοπό διοργάνωσης της ημερίδας αυτής, που ήταν η ενημέρωση όλων όσων θέλουν να γνωρίσουν κάποιες πτυχές από το πολυδιάστατο έργο των δύο γνωστών στους περισσότερους Εφορειών Αρχαιοτήτων της Βοιωτίας, πτυχές που αφορούν στην ανάδειξη των αρχαιοτήτων της περιοχής, παρουσίασε μαζί με την Παρή Καλαμαρά, Προϊσταμένη της 23ης Εφορείας Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, την νέα μόνιμη διαχρονική έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου της Θήβας, η οποία περιλαμβάνει βοιωτικές αρχαιότητες από τους προϊστορικούς έως και τους μεταβυζαντινούς χρόνους.

Οι διαφάνειες που παρουσιάστηκαν, με την τρισδιάστατη απεικόνιση της μελέτης της νέας έκθεσης, η οποία υλοποιείται από τις δύο Εφορείες με χρηματοδότηση από το ΕΣΠΑ της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας, καθώς και με τον πλούτο των βοιωτικών εκθεμάτων του Μουσείου, προκάλεσαν το ενδιαφέρον του κοινού. Ακολούθησαν παρουσιάσεις για τα άλλα έργα που γίνονται παράλληλα με την νέα μόνιμη έκθεση του Μουσείου στον περιβάλλοντα χώρο του: Ο αρχιτέκτων Σπύρος Κακάβας παρουσίασε την μελέτη στερέωσης και ανάδειξης του σημαντικού αρχαιολογικού χώρου, ο οποίος αποκαλύφθηκε κατά τις εργασίες επέκτασης του προηγούμενου Μουσείου. Ο αρχαιολογικός αυτός χώρος αποφασίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού να διατηρηθεί και να αναδειχθεί, ώστε να είναι επισκέψιμος.

Οι εργασίες υλοποίησης της μελέτης αυτής έχουν ήδη αρχίσει από την Θ΄ΕΠΚΑ και θα ολοκληρωθούν μαζί με τις εργασίες της νέας μόνιμης έκθεσης στο τέλος του 2013. Δεύτερο έργο που θα υλοποιηθεί στον περιβάλλοντα χώρο του μουσείου είναι η αποκατάσταση του μεσαιωνικού πύργου Saint Omer. Την παρουσίαση της μελέτης και των εργασιών υλοποίησής της έκανε ο αρχαιολόγος της 23ης ΕΒΑ, η οποία έχει και την ευθύνη του έργου, Νίκος Κοντογιάννης. Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν από την Αθηνά Παπαδάκη, αρχαιολόγο στην Θ΄ ΕΠΚΑ, οι «Νέες τεχνολογίες και σύγχρονες απόψεις στην υπηρεσία της πολιτιστικής κληρονομιάς», που πρόκειται να εφαρμοστούν στην νέα μόνιμη έκθεση του μουσείου της Θήβας, ώστε να γίνει η επίσκεψη σε αυτό μια συνολική εμπειρία γνώσης.

Μεταξύ των νέων τεχνολογιών παρουσιάστηκε και το ερευνητικό έργο διακρατικής συνεργασίας του 7ου Προγράμματος Πλαισίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Firesense, στο οποίο συμμετέχει η Θ’ ΕΠΚΑ με τον αρχαιολογικό χώρο του Καβειρίου. Τέλος παρουσιάστηκε από την Σοφία Μιχαήλογλου, συντηρήτρια αρχαιοτήτων στην Θ΄ ΕΠΚΑ, «Η συντήρηση των εκθεμάτων του Νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών και οι εργασίες στερέωσης του ανασκαφέντος αρχαιολογικού χώρου του». Ο τελευταίος είναι εκείνος πρόκειται να αναδειχθεί στον περιβάλλοντα χώρο του Μουσείου, με σκοπό να είναι ανοιχτός στους επισκέπτες του Μουσείου.

Στο δεύτερο μέρος της ημερίδας με θέμα «Αρχαιολογία πόλεων. Το παρελθόν της πόλης των Θηβών» οι παρουσιάσεις αφορούσαν ανασκαφές στην πόλη της Θήβας, οι οποίες έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας, των τοπικών blogs και Μ.Μ.Ε. Στην παρουσίαση του επίτιμου Εφόρου Αρχαιοτήτων Β. Αραβαντινού «Η Θήβα στη μυκηναϊκή εποχή: Μύθοι και πραγματικότητα» δόθηκαν πληροφορίες για τις ανασκαφές που διενεργήθηκαν από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα στην Καδμεία ακρόπολη, επί της οποίας έχει εγκατασταθεί η σύγχρονη πόλη της Θήβας.

Οι ανασκαφές αυτές συμπληρώνουν κομμάτια από το παζλ του σημαντικού μυκηναϊκού ανακτόρου: το κεντρικό συγκρότημα του ανακτόρου (η Οικία του Κάδμου, με ευρύχωρους τοιχογραφημένους χώρους στον πρώτο ίσως όροφο και διαδρόμους, αποθήκες και εργαστήρια στο ισόγειο, το Δωμάτιο του Θησαυρού, με πρωτοφανή πλούτο εξωτικών υλικών και τεχνέργων και ποικίλλων κοσμημάτων και το Δωμάτιο των Πίθων), τα διάφορα εργαστήριά του (εργαστήριο ημιπολύτιμων λίθων, ελεφαντοστού, χρυσού), η αποθήκη οπλισμού («Οπλοθήκη του Ανακτόρου»), ο χώρος των αρχείων του Ανακτόρου με τις πήλινες πινακίδες Γραμμικής Β γραφής και τα ενδιαιτήματά του.

Οι μέχρι σήμερα ανασκαφικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η πόλη, που στα κλασικά χρόνια αποτελούσε «την τρίτη δύναμη» του ελληνικού κόσμου, είχε κατά την ώριμη μυκηναϊκή εποχή ένα εκτεταμένο ανακτορικό συγκρότημα, με κεντρικά και αποκεντρωμένα κτήρια (παραρτήματα, εργαστήρια και ενδιαιτήματα) και πλήθος εξαρτώμενων από αυτό λειτουργών. Τα πυκνά οικοδομήματα της Καδμείας εξυπηρετούσαν το πολυπληθές και εξειδικευμένο προσωπικό της ανακτορικής γραφειοκρατίας και των εργαστηρίων της. Η επικράτεια των Θηβών απλωνόταν στο μέγιστο μέρος της Βοιωτίας, ενδεχομένως μάλιστα και η επιρροή τους να έφθανε και πέραν αυτής.

Η μυκηναϊκή Θήβα εμφανίστηκε ως ένα σφριγηλό τοπικό, δυναστικό κέντρο, στην πρωτομυκηναϊκή εποχή, και επί δύο συνεχείς αιώνες, τον 14ο και 13ο, βρέθηκε στο απόγειο μεγάλης ακμής. Η τέχνη και η δύναμή της, κρίνοντας κυρίως από το επίπεδο των αντικειμένων κύρους, ήταν εφάμιλλη με εκείνη των λοιπών ανακτορικών δυνάμεων στην κυρίως Ελλάδα και την Κρήτη. Αφετηρία και οδηγοί στην προσπάθεια ανασύστασης του μυκηναϊκού παρελθόντος των Θηβών είναι οι ισχνές ενδείξεις του υλικού και πνευματικού πολιτισμού του, οι ελάχιστες αποδείξεις από τα ευρήματα και τα πενιχρά οργανικά του κατάλοιπα. Αυτά αντικατοπτρίζουν, έστω και αμυδρά, την βαθιά ουσία του, εφόσον μελετώνται σφαιρικά και σε στενή συνάφεια μεταξύ τους.

Πολύτιμη είναι, ειδικά για την εποχή αυτή, η μελέτη των κειμένων της Γραμμικής Β. Απεναντίας όμως η χρήση των αρχαίων μυθολογικών μαρτυριών, σπανίως προσφέρει κάποια αδρά και αμυδρά στοιχεία για έναν κόσμο εύθραυστων ισορροπιών, που έφτασε στο τέλος του, όπως και άλλοι σύγχρονοί του, αφήνοντας πίσω του μόνον ανταύγειες εικόνων και ίχνη αναμνήσεων. Η δεύτερη παρουσίαση του επίτιμου Εφόρου Αρχαιοτήτων « Το Ιερό του Ηρακλέους κοντά στις Ηλέκτρες πύλες (οδός Πολυνείκους 13)», αφορούσε στο Τέμενος του Ηρακλέους και των Παίδων αυτού, το οποίο βρέθηκε στη Θήβα, κατά την σωστική ανασκαφή του οικοπέδου ιδιοκτησίας Κ. Μανίσαλη. Το Τέμενος αυτό αναφέρεται από τον Πίνδαρο στον 7ο Ισθιόνικο του καθώς και από τον Παυσανία.

Η ανασκαφή έφερε στο φώς αποδείξεις για την άσκηση της λατρείας του ημίθεου Ηρακλή και των μελών της οικογένειάς του : Βωμοί και εσχάρες με σωρούς τέφρας θυσιών, προσφορές αγγείων με επιγραφές ανάθεσης στον Ηρακλή, ακόμη και έναν περίβολο με κίονες που περιέκλειε στο εσωτερικό του ένα κενοτάφιο. Ήταν ένας απλός ορθογώνιος λάκκος λάκκος, σε σχήμα και μορφή τάφου, που δεχόταν προσφορές, σύμφωνα ίσως με το τελετουργικό, που περιγράφεται στον Όμηρο.

Στον λάκκο-κενοτάφιο θα γίνονταν χοές με μέλι και κρασί ή και με αίμα των σφαγίων των θυσιών και άλλες προσφορές θα καίγονταν, μια και άφησαν πίσω τους μόνο σημάδια φωτιάς και τέφρας. Νυχτερινοί, κατά τα σχόλια στον Πίνδαρο, ήταν οι εναγισμοί προς τιμήν των νεκρών ηρώων Ηρακλειδών και πρωινές, στο φως του ήλιου, οι θυσίες για τον θεό γονέα τους. Γύρω-γύρω υπήρχε πλήθος αφιερωμάτων. Κάποια αγγεία φέρουν παραστάσεις από τη ζωή και τους άθλους του Ηρακλή, από την αρπαγή της Διηάνειρας και τον φόνο του Κενταύρου, από τα κατορθώματα και τις μυθικές εκστρατείες του.

Η ανασκαφή έδωσε αρκετά τμήματα αρχαϊκών γλυπτών, από τα πρώτα του είδους, με δαιδαλική τεχνοτροπία, των αρχών του 6ου αιώνα, σκαλισμένα σε μαλακή, πορώδη πέτρα, ένθετα σε δάπεδα ή εντοιχισμένα στα θεμέλια του ιερού περιβόλου. Τα ευρεθέντα αφιερώματα είναι συγκρίσιμα με ανάλογα από άλλα ονομαστά ιερά και τεμένη της αρχαιότητας (Δελφούς, Ολυμπία, Καλαπόδι, Μίλητο).

Ο εντοπισμός του πυρήνα της αρχέγονης λατρείας του στη Θήβα των πρώιμων ιστορικών χρόνων συμβάλλει στην ερμηνεία πολλών χωρίων των αρχαίων κειμένων, προσθέτοντας τις μαρτυρίες νέων επιγραφών, καθώς και στην αξιοποίηση των αρχαιολογικών ευρημάτων και των καλλιτεχνικών και ιδεολογικών τάσεων, που αυτά εκπροσωπούν για την εποχή τους. Στη συνέχεια, η Στεφανία Σκαρτσή, αρχαιολόγος της 23ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, παρουσίασε «Ένα κομμάτι της βυζαντινής πόλης κάτω από το Νέο Δικαστικό Μέγαρο», έναν χώρο, ο οποίος έχει μετατραπεί από την αρμόδια Εφορεία σε μουσειακό και όπου ενημερώνονται οι επισκέπτες για όλα τα βυζαντινά μνημεία της πόλης και για την ιστορία της βυζαντινής περιόδου στην Θήβα. Στον χώρο αυτό διοργανώθηκαν με επιτυχία εκπαιδευτικά προγράμματα για τους μαθητές των Γυμνασίων της πόλης. Τα προγράμματα αυτά θα επαναληφθούν από την 23η ΕΒΑ βελτιωμένα στο προσεχές μέλλον.

Η Δήμητρα Οικονόμου, αρχαιολόγος στη Θ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, μίλησε στη συνέχεια για τις «Αρχαιολογικές έρευνες στο Ναό του Ισμηνίου Απόλλωνα», μια σημαντική για την πόλη ανασκαφική έρευνα και μελέτη, πενταετούς διάρκειας, η οποία διεξάγεται από διεθνή ομάδα επιστημόνων, στην περιοχή των ιερών του Ισμηνίου Απόλλωνος και του Ηρακλέους, με συνεργασία της Θ’ ΕΠΚΑ, της 23ης ΕΒΑ και της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής Κλασικών Σπουδών. Το ερευνητικό αυτό πρόγραμμα γίνεται με τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση του ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» και την συνεισφορά των Gladys Delmas Foundation, Loeb Library Foundation και του Πανεπιστημίου Bucknell των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, κάτω από όρους αυστηρής ισοτιμίας σε επιστημονικό επίπεδο.

Οι αρχαίες πηγές από ένα ευρύ φάσμα χρονολογικών περιόδων αλλά και οι αποσπασματικές νεώτερες έρευνες, μαρτυρούν τη συνεχιζόμενη χρήση του Ισμηνίου ως ενός από τα κύρια ιερά των αρχαίων Θηβών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο χώρος έχει τεράστια αρχιτεκτονική, λογοτεχνική και θρησκευτική σημασία από τη 2η χιλιετία π.Χ. και έπειτα. Η έρευνα του ιερού και της οδού που οδηγεί σε αυτό από την πόλη, μπορεί να αποκαλύψει σημαντικά αφιερώματα από την περίοδο της πιο έντονης δραστηριότητας του ιερού (από τον 7ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ.), όταν λειτουργούσε ως κύριος ανταγωνιστής στον ελλαδικό χώρο, του ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς, αλλά και μεταγενέστερα στους χριστιανικούς χρόνους. Η νέα αυτή ανασκαφή αποτελεί μία ακόμη ευκαιρία να διευρύνουμε τις γνώσεις μας για την πόλη και να επανατοποθετήσουμε τη Θήβα στη θέση που της αρμόζει στον πολιτιστικό χάρτη.

Σημαντική ήταν τέλος και η παρουσίαση της αρχαιολόγου του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, Κικής Ψαράκη, για «Ένα αναπάντεχο εύρημα στα θεμέλια του Νέου Μουσείου της Θήβας». Πρόκειται για την ανασκαφική έρευνα που διενεργήθηκε μεταξύ των ετών 1996-1999 στον χώρο όπου είχε προγραμματιστεί η επέκταση του Μουσείου της Θήβας. Η ανασκαφή έφερε στο φώς μοναδικά για τον ελλαδικό χώρο κατάλοιπα της ανθρώπινης δραστηριότητας της 3ης και 2ης χιλιετίας π.Χ., και πλήθος κινητών ευρημάτων, που αριθμούν εκατοντάδες πήλινα, οστέινα και λίθινα εργαλεία, κοσμήματα, χάλκινα εργαλεία και δεκάδες ακέραια αγγεία.

Τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας αλλά και των επιμέρους μελετών έχουν ήδη παρουσιαστεί σε πλήθος επιστημονικών συνεδρίων, προκαλώντας το ενδιαφέρον σύσσωμης της επιστημονικής κοινότητας, για την σημασία και την μοναδικότητά τους. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τμήμα του μεσαιωνικού τείχους στο ΒΑ άκρο του οικοπέδου, τμήμα του μυκηναϊκού τείχους της πόλης και ελάχιστους μυκηναϊκούς τάφους. Αποκαλύφθηκε επίσης το βόρειο νεκροταφείο της μεσοελλαδικής Θήβας, που χρονολογείται στα μέσα περίπου τη 2ης χιλιετίας π.Χ. και αριθμεί 39 τάφους (κιβωτιόσχημους, πλίνθινους και λακκοειδείς) με ταφές ενηλίκων και παιδιών και πήλινα κυρίως κτερίσματα.

Οι τάφοι είχαν κατασκευαστεί στην ανώτερη στρώση ενός πλίνθινου τύμβου, ο οποίος αποδείχθηκε πρωιμότερος. Το πιο σημαντικό όμως από άποψη διατήρησης και μοναδικότητας εύρημα ήταν τα αρχιτεκτονικά και ταφικά κατάλοιπα της 3ης χιλιετίας π.Χ., που χρονολογούνται μεταξύ 2.400-2.200 π.Χ. Τα κατάλοιπα αυτά συνίστανται από ένα αψιδωτό κτήριο που προστατεύεται από τείχος μνημειακού χαρακτήρα και μοναδικού στον ελλαδικό χώρο, αποτελούμενο από λίθινο θεμέλιο και συμπαγείς στρώσεις ωμοπλίνθων. Πάνω στο στρώμα καταστροφής του κτηρίου βρέθηκε ομαδική ταφή 12 νεκρών, ενηλίκων και παιδιών, πλούσια κτερισμένη με πήλινα αγγεία.  

Τέλος, όλα τα παραπάνω λείψανα της ανθρώπινης δραστηριότητας καλύφθηκαν από πλίνθινο τύμβο, συμπαγή, κατασκευασμένο από διαδοχικές στρώσεις ωμών πλίνθων, οι οποίες γέμισαν τα κενά ανάμεσα στις σωζόμενες ανωδομές του κτηρίου και του τείχους και κάλυψαν και την ομαδική ταφή. Έτσι ολόκληρο το βόρειο μισό τμήμα του χώρου καλύφθηκε με στρώσεις πλίνθων συνολικής έκτασης 800 τ.μ. περίπου. Η αρχική μορφή του τύμβου αλλοιώθηκε λόγω της κατοπινής χρήσης του χώρου ως μεσοελλαδικού νεκροταφείο και της ισοπέδωσης του κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού για να κατασκευαστεί το μυκηναϊκό τείχος.

Στη Θήβα δεν είναι η πρώτη φορά που ανασκάπτεται πλίνθινος τύμβος της 3ης χιλιετίας π.Χ. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Κεραμόπουλος υποστήριξε ότι ο τύμβος του Ζήθου και του Αμφίονος, στον οποίο αναφέρεται ο Παυσανίας, θα βρισκόταν απέναντι από τις Βορραίες πύλες, σε μικρή δηλαδή απόσταση από το Μουσείο της Θήβας. Σύμφωνα με την περιγραφή του ίδιου του Κεραμόπουλου, η κορυφή του λόφου στα προϊστορικά και προ-μυκηναϊκά χρόνια θα ήταν επίπεδη. Τότε σχηματίστηκε πάνω σε αυτήν στρώμα πάχους 30 εκ. χρώματος λευκού και πάνω σε αυτό δημιουργήθηκε τύμβος, ο οποίος από τότε μέχρι σήμερα αποτελεί την κορυφή του λόφου.

Αργότερα ο Θεόδωρος Σπυρόπουλος που ανάσκαψε τον τύμβο υποστήριξε ότι η κατασκευή του σχετίζεται με έναν κιβωτιόσχημο τάφο που βρήκε στην κορυφή του και μάλιστα υποστήριξε ότι ο τύμβος, που ήταν κατασκευασμένος από σειρές ωμών πλίνθων, βρισκόταν στην κορυφή ενός λόφου του οποίου οι παρειές είχαν λαξευτεί βαθμιδωτά, άποψη ωστόσο που δεν υιοθετήθηκε από την διεθνή επιστημονική κοινότητα.

Το φθινόπωρο του 2007 η Θ’ ΕΠΚΑ πραγματοποίησε μικρής έκτασης ανασκαφική έρευνα. Οι εργασίες κατ’ αρχήν επικεντρώθηκαν στην κορυφή του λόφου του Αμφείου. Ο τύμβος, όπως σώζεται σήμερα, έχει την μορφή κώνου που υψώνεται πάνω στον φυσικό βράχο. Το μέγιστο σωζόμενο ύψος του είναι 2 μ. και η μέγιστη διάμετρος κυμαίνεται από 20 έως 21 μ. Το ανώτερο στρώμα του τύμβου αποτελείται από ωμά πλιθιά διαφόρων μεγεθών και σχημάτων. Ακολουθούν δύο στρώματα χώματος κατωφερικής κλίσης πριν την αποκάλυψη του φυσικού βράχου. Από τον τύμβο συλλέχθηκε χαρακτηριστική κεραμική των μέσων της 3ης χιλιετίας π.Χ.

Εν συνεχεία η ανασκαφή αποκάλυψε νέα σημαντικά στοιχεία για την λειτουργία του τύμβου ως ταφικό μνημείο. Εντός και στα όρια του τύμβου, στο επίπεδο του βράχου, αποκαλύφθηκαν προς το παρόν τρεις λαξευτοί τάφοι με δρόμο και κυκλικό θάλαμο, το στόμιο του οποίου φράζεται είτε με μικρές πέτρες είτε με πλακαρή πέτρα. Επίσης βρέθηκε μία ακόμη ταφή σε ρηχό λάξευμα (ταφή μητέρας σε συνεσταλμένη στάση, που είχε μπροστά στα χέρια της νεογέννητο βρέφος, και δυτικότερα δύο ακόμη σκελετοί πολύ φθαρμένοι).

Στους δύο από τους τρείς λαξευτούς τάφους υπήρχαν κτερίσματα κυκλαδικού τύπου της Πρωτοκυκλαδικής Ι περιόδου. Τα αποτελέσματα της έρευνας που παρουσιάστηκε συνοψίζονται σε δύο ζητήματα: 1. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανασκαφή στο οικόπεδο του Μουσείου αποκάλυψε ένα σπίτι με όλες τις τυπικές δραστηριότητες που χαρακτηρίζουν ένα νοικοκυριό. Δεν πρόκειται όμως για ένα συνηθισμένο σπίτι. Η παρουσία εννέα περίπου αποθηκευτικών πίθων, με χωρητικότητα που υπερβαίνει τα 1.500 λίτρα, θα εξασφάλιζε στο νοικοκυριό επάρκεια σε τρόφιμα για 12 έως 18 μήνες, κάτι που φαίνεται να υπερβαίνει τις ανάγκες των ενοίκων του. Επιπλέον, το σύνολο των ευρημάτων αλλά και το μέγεθος του κτηρίου και η προστασία του από τείχος φανερώνουν ότι πρόκειται για την οικία μιας πλούσιας οικογένειας με εξέχοντα όλο στην κοινωνία της Πρωτοελλαδικής Θήβας και γι αυτόν τον λόγο περικλείεται από τείχος και τα ερείπιά της καλύφθηκαν από τύμβο. 2.

Οι δύο τύμβοι αποτελούν την πιο πρόδηλη μαρτυρία για τον εξέχοντα ρόλο που θα είχε η Θήβα ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. Ο τύμβος στο Αμφείον είναι αμιγώς ταφικός και αποτέλεσε «σήμα» του νεκροταφείου των λαξευτών τάφων και χρονολογείται μεταξύ 2.800 και 2.400 π.Χ. Ο τύμβος του Μουσείου που χρονολογείται λίγο αργότερα, μεταξύ 2.800 και 2.400 π.Χ. είναι ταφικός με μια μεταφορική αλλά και με μία κυριολεκτική έννοια, καθώς αποτελεί «σήμα» μίας οικίας και συμβολίζει το τέλος της κοινωνικής πραγματικότητας εντός της οποίας αυτή λειτούργησε, και φυσικά το «σήμα» της ομαδικής ταφής.

Στον τύμβο του Μουσείου υιοθετείται μια πρακτική γνωστή από τις αρχές της στην Θήβα, δηλαδή ο ενταφιασμός ενός χώρου με ιδιαίτερη σημασία για την κοινότητα, με στόχο τον μετασχηματισμό του σε ένα είδος κοινοτικού μνημείου. Τύμβοι αυτής της περιόδου που κάλυψαν κάποιο κτήριο είναι γνωστοί και από άλλες θέσεις του ελλαδικού χώρου, όπως η Λέρνα, η Ολυμπία αλλά και οι ταφικοί τύμβοι της Λευκάδας.

Ωστόσο, στην περίπτωση της Θήβας, αφενός ο τύμβος στο λόφο του Αμφείου είναι ο πρωιμότερος γνωστός στον ελλαδικό χώρο, αφετέρου και οι δύο τύμβοι της Θήβας και ιδιαίτερα αυτός του μουσείου αποτελούν κατασκευές μεγάλης κλίμακας που προϋποθέτουν την κινητοποίηση μεγάλης εργατικής δύναμης και πολλές εργατοώρες, αφού δεν πρόκειται για μια απλή σώρευση χώματος, όπως στους άλλους τύμβους που προαναφέρθηκαν. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν πλιθιά τα οποία στη συνέχεια χτίστηκαν κανονικά. Αυτού του είδους τα έργα είναι προφανώς κοινοτικά και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία. Είναι μνημεία με έντονο συμβολικό περιεχόμενο, χώροι μνήμης και από αυτήν την έννοια ιστορικοί τόποι.

Η κατασκευή των τύμβων αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την εξέταση των κοινωνικών δομών της Πρωτοελλαδικής ΙΙ εποχής, καθώς μας αποκαλύπτει ότι η κοινωνία της Θήβας ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο κοινωνικής πολυπλοκότητας και οργάνωσης, που μέσω αυτών των δύο μνημείων επεδίωξε να εκφράσει τη συλλογική μνήμη, να ορίσει την συλλογική ταυτότητα των κατοίκων της και να προβάλει την οικονομική ευρωστία και την πολιτική της ισχύ έναντι των άλλων γειτονικών ή πιο απομακρυσμένων οικισμών εντός και εκτός Βοιωτίας.

Είναι λοιπόν μια ευτυχής συγκυρία που αυτό το μνημείο της 3ης χιλιετίας π.Χ., που κατασκευάστηκε με σκοπό να είναι ορατό και να εκπέμπει όλα αυτά τα μηνύματα, βρέθηκε στον χώρο του μουσείου και θα τύχει της προβολής που αρμόζει και θα είναι ξανά ορατό, μετά από τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Σε σχέση και με τις παραπάνω έρευνες ήταν και η ομιλία του καθηγητή Γεωφυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γρηγόρη Τσόκα, ο οποίος ειδικεύεται στις γεωφυσικές διασκοπήσεις αρχαιολογικών χώρων. Η παρουσίασή του αφορούσε στις γεωφυσικές διασκοπήσεις που διενήργησε στον λόφο του Αμφείου, στο ιερό του Ισμηνίου Απόλλωνος και στο κοιμητήριο του Αγίου Λουκά. Τα συμπεράσματα των ερευνών αυτών στον λόφο του Αμφείου, έδειξαν με ασφάλεια ότι από το βάθος των 2,5 μ. και κάτω δεν υπάρχουν αρχαιότητες αλλά μόνο ο φυσικός γεωλογικός σχηματισμός.

Οι δύο τελευταίες παρουσιάσεις έδωσαν, με απλό και κατανοητό τρόπο για το ευρύ κοινό, και μία άλλη επιστημονική άποψη για ένα θέμα που έχει απασχολήσει τον τοπικό τύπο και έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας. Η άποψη αυτή, βασισμένη στις νεώτερες αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο του Μουσείου και στον λόφο του Αμφείου, θα είναι πιστεύουμε χρήσιμη για όσους έχουν ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια με τον λόφο του Αμφείου και είχαν μέχρι σήμερα ακούσει μόνο την μία άποψη για ύπαρξη Πυραμίδας σ’ αυτόν.

Η διοργανώτρια Αλ. Χαραμή δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τους χορηγούς Όμιλο Τιτάνα, Εμπορικό Σύλλογο Θηβών, Coca-Cola Τρία Έψιλον και Amita Fun, χωρίς την χρηματοδότηση των οποίων ή την υποστήριξη τους με υλικά, δεν θα ήταν δυνατή η διοργάνωσή των εβδομαδιαίων εκδηλώσεων της Θ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων για την Διεθνή ημέρα των Μουσείων.

Με εκτίμηση
Αλεξάνδρα Χαραμή