Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Γ.Σ. Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδος

Η οικονομική κατάσταση της χώρας και των επιχειρήσεων συζητήθηκε μεταξύ άλλων στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των μελών του Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδος που πραγματοποιήθηκε στην Αγριά Βόλου.

Κατά τη διάρκεια της συνέλευσης έγινε παρουσίαση του Απολογισμού Έργου για το 2011 από το Γενικό Γραμματέα του Συνδέσμου Δημήτριο Φιλίππου, του Οικονομικού Απολογισμού 2011 και του Προϋπολογισμού 2012 από τη Ταμία Ιωάννα Παπαδοπούλου και της έκθεση της Εξελεγκτικής Επιτροπής, η οποία αναγνώστηκε από τον Πρόεδρο της Εκτελεστικής Απόστολο Παπαδούλη.

Των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης προήδρευσε ο Λουκάς Παπαχαραλάμπους, ενώ χρέη Γενικού Γραμματέα εκτέλεσε ο Βασίλης Μωραΐτης. «Για μία ακόμη χρονιά, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, επαναλαμβάνεται η διαπίστωση ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να βαδίζει τον δρόμο της ύφεσης», τόνισε ο κ. Παπαχαραλάμπους και συνέχισε: «Δύο χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο, βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μία νέα πρόκληση, ιδιαίτερα κρίσιμη και καθοριστική για το μέλλον της χώρας. Η πρόοδος, που συντελέστηκε όλη την προηγούμενη περίοδο, και επεδίωκε τον απεγκλωβισμό της οικονομίας από την ύφεση, ήταν μικρότερης κλίμακας από την δυναμική του χρέους, την διαχειριστική ανεπάρκεια και τις παλινωδίες».

Σύμφωνα με τον κ. Παπαχαραλάμπους η κοινωνία πρέπει να αποφασίσει αν θέλει την συντεταγμένη και επίπονη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της οικονομίας εντός της ζώνης του ευρώ με την συμπαράσταση των εταίρων ή την άτακτη οπισθοδρόμηση της οικονομίας και της κοινωνίας, πολλές δεκαετίες πίσω, που θα οδηγούσε τελικά την χώρα εκτός της ζώνης του ευρώ και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Τόνισε δε ότι ενώ από την μια πλευρά η ύφεση, η μείωση της ζήτησης, η αρνητική πιστωτική επέκταση, οι διογκούμενες ποσότητες ακάλυπτων επιταγών, η απούσα ρευστότητα, αφυδατώνουν κάθε επιχειρηματική ικμάδα από την άλλη «υπάρχει ένα κράτος απαρχαιωμένο και ασπόνδυλο, ένα πολιτικό σύστημα ανεπαρκούς αποτελεσματικότητας, και ένα αλλοπρόσαλλο μίγμα πολιτικών σπρώχνουν στον Καιάδα, όσες επιχειρήσεις έχουν αποφασίσει να αντέξουν, στερώντας τις κάθε δυνατότητα αντίδρασης».

Επίσης σημείωσε μεταξύ άλλων ότι η εφαρμογή μεταρρυθμιστικών πολιτικών, που εκσυγχρονίζουν τις οικονομικές και κοινωνικές δομές της χώρας, «είναι μία διαδικασία, που είτε είναι πολύ δύσκολη επειδή απαιτεί συγκρούσεις με συντεχνιακά συμφέροντα και πελατειακές σχέσεις είτε μας είναι άγνωστη γιατί ουδέποτε αποτολμήσαμε, σοβαρά, τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, να ασχοληθούμε με τομές και ρήξεις» ενώ αντίθετα «οι οριζόντιες πολιτικές, που μοιάζουν κοινωνικά περισσότερο δίκαιες, αλλά, επί της ουσίας, επιβάλλονται επί δικαίων και αδίκων, δεν έχουν την δυσκολία της υπεύθυνης αξιολόγησης, γι΄ αυτό και προτιμούνται».

Και κατέληξε: «Χρειάζεται όλοι μας να προσπαθήσουμε για το μέλλον του τόπου. Τα επόμενα χρόνια, θα είναι τα καλύτερα για όσους μάθουν να ισορροπούν το όνειρο με την πειθαρχία. Το μέλλον ανήκει σε κείνους που ασπάζονται τις προοπτικές για μεγαλύτερες ευκαιρίες αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζουν την πραγματικότητα των περιορισμένων πόρων. Είναι αυτοί που θα βρίσκουν νέες λύσεις, που επιτρέπουν την υλοποίηση πολλών στόχων με μικρότερη σπατάλη».