Η μεγάλη Ἡμέρα φθάνει καί πάλι. Καί μᾶς καλεῖ νά θυμηθοῦμε. Νά θυμηθοῦμε τί; Ἕνα πόλεμο!
Πόλεμο; Ποιός θέλει τόν πόλεμο; Ὁ πόλεμος εἶναι κακό. Ὁ πόλεμος ζημιώνει τό χῶμα καί τό αἷμα. Ζυμώνει τή ζωή μέ τίς ταλαιπωρίες, μέ τήν ἀγριότητα, μέ τόν θάνατο. Ποιός –πού σκέπτεται καλά– θέλει τόν πόλεμο; Καί τότε ἡ Ἑλλάδα –ἔθνος εἰρηνικό, ἔθνος μέ χριστιανική παράδοση– δέν ἤθελε τόν πόλεμο. Οἱ ἡγέτες τοῦ Ἔθνους μας προσπαθοῦσαν μέ κάθε τρόπο
νά ἀποφύγουμε τόν πόλεμο.
Γι’ αὐτό καί ἡ φασιστική Ἰταλία ἦταν διαρκῶς προκλητική. Μέ τά ἀεροπλάνα της παρενοχλοῦσε στίς θάλασσες τά πλοῖα μας. Συγκέντρωνε ἀπειλητικά τά τάγματά της. Μά ἐμεῖς παρουσιαζόμασταν συνεχῶς ὑποχωρητικοί. Προσποιούμασταν ὅτι δέν βλέπαμε καί δέν
ἀντιλαμβανόμαστε. Μέναμε μέ τό στόμα κλειστό. Σιωπήσαμε ἀκόμα καί ὅταν τή 15η Αὐγούστου τοῦ 1940 εἴδαμε στά γαλανά νερά τῆς Τήνου τήν «Ἕλλη» μας –ἡ ὁποία σημαιοστολισμένη ἑτοιμαζόταν νά ἀποδώσει τιμές στήν Παναγία– νά πλήττεται δολοφονικά, νά κλίνει στό πλευρό καί νά βυθίζεται. Εἴχαμε στά χέρια μας τήν ἀπόδειξη, τά θραύσματα τῶν Ἰταλικῶν τορπιλλῶν, ἀλλά κλειδώσαμε τό στόμα. Κατάπιαμε ἀδιαμαρτήρητα τά λόγια μας καί γίναμε «ὡσεί κωφοί...καί ὡσεί ἄλαλοι οὐκ ἀνοίγοντες τό στόμα αὐτῶν» (Ψαλμ. λζ’ 14). Καί αὐτά ὅλα, διότι δέν θέλαμε τόν πόλεμο.
... καί τόν δεχθήκαμε
Δέν θέλαμε τόν πόλεμο ἕως τό πρωΐ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου 1940. Ἀπό τόν ὄρθρο ὅμως τῆς ἱστορικῆς ἐκείνης ἡμέρας ἔγινε τελεία ἀλλαγή. Βασιλιάς, Κυβερνήτης, στρατός, ἄνδρες, γυναῖκες, γέροντες, παιδιά, οἱ πάντες μέ ἕνα φρόνημα, μέ μιά ἀδίστακτη γνώμη ἀποδέχονταν τόν πόλεμο, κάτι περισσότερο ἐγκολπώθηκαν τόν πόλεμο. Τόν πόλεμο–ταλαιπωρία,
τόν πόλεμο-πόνο, τόν πόλεμο–θυσία. Γιατί ἔγινε αὐτή ἡ ἀλλαγή; Διότι τό Ἔθνος εἶχε τή μαρτυρία τῆς συνειδήσεως ὅτι κανένα δέν εἶχε βλάψει, κανένα δέν εἶχε ἀπειλήσει, κανενός τό κακό δέν εἶχε ἐπιζητήσει. Εἶχε κάνει τό πᾶν γιά νά ἀποφύγει τόν πόλεμο. Καί λοιπόν; Τώρα πού ὁ πόλεμος τοῦ ἐπιβλήθηκε, πού ζητοῦσαν μέ αὐτό νά αἰφνιδιασθεῖ ὁ λαός μας, νά χάσει τό θάρρος του καί νά προδώσει τά ἰδανικά του, τήν Πατρίδα, τήν Ἐλευθερία, νά παραδώσει τήν ψυχή του, τώρα ὁ ἄδικος αὐτός πόλεμος γινόταν γιά μᾶς πόλεμος δίκαιος, πόλεμος ἱερός. Πόλεμος στόν ὁποῖο θά εἴχαμε τήν προστασία τοῦ δίκαιου Θεοῦ, θά εἴχαμε σκέπη μας τήν
Ὑπέρμαχο Στρατηγό, τήν Θεομήτορα.
Τό Ἔθνος μας ἔστερξε ἐκεῖνο τόν Πόλεμο. Μέ ἐνθουσιασμό ἀνέκφραστο τόν διεξήγαγε. Καί ἀφοῦ τελείωσε, δέν θέλει νά τόν λησμονήσει. Τόν ἔκανε ἑορτή, γιά νά τόν κρατεῖ στή μνήμη, γιά νά τόν ζεῖ συνεχῶς.
Τί μᾶς ἔμαθε ὁ Πόλεμος τοῦ ΄40
Ἀλλά γιατί τόση ἀγάπη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους πρός τόν πόλεμο τοῦ 1940; Ποιά τέλος πάντων τά κέρδη τοῦ πολέμου ἐκείνου; Τά κέρδη!... Ἡ Ἑλλάδα καθηλώθηκε στόν βράχο ὡς ἄλλος Προμηθέας Δεσμώτης. Ὁ λιμός, ἡ φυματίωση, οἱ ἐμπρησμοί, οἱ ἀνατινάξεις, οἱ φυλακίσεις, οἱ
ἐκτελέσεις, ἡ ἀναρχία, ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός ... μερικά ἀπό τά κέρδη καί τίς κληρονομίες τοῦ πολέμου ἐκείνου.
Καί ὅμως ὁ πόλεμος τοῦ 1940 –ὁ προσφιλής στήν ἑλληνική ψυχή– ἄφησε τεράστια κέρδη ὄχι μόνο στόν τόπο μας, ἀλλά στό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας!
Ὁ πόλεμος αὐτός ἔγινε φωτεινό μετέωρο καί φώτισε μέ τήν ἐλπίδα τόν σκοτεινιασμένο καί ἀπογοητευμένο κόσμο. Τοῦ ὑπενθύμισε ὅτι πέρα ἀπό τά ἀεροπλάνα καθέτου ἐφορμήσεως, τά ἅρματα μάχης καί τίς ἄλλες ἄψυχες μηχανές, πέρα ἀπό τή βία καί τήν ὑλική δύναμη, ὑπάρχει ἡ ψυχή, τό πνεῦμα, ὁ ἡρωϊσμός, ἡ ἀρετή. Τοῦ ἔμαθε ὅτι ὅποιος παίρνει τήν ἀπόφαση νά πεθάνει γιά μιά δίκαιη ὑπόθεση, γιά τά αἰώνια ἰδανικά καί τήν ἐλευθερία, αὐτός πραγματικά ζεῖ, δημιουργεῖ Ἱστορία, μεγαλουργεῖ, γίνεται καί τῶν ἄλλων ὁδηγός.
Ἔδωσε μαθήματα στόν κόσμο ὁ πόλεμος τοῦ 1940. Μόνο; Ὄχι, συνετέλεσε κάτι τό ὑπεροχώτερο. Ὁ Θεός, πού γίνεται Προστάτης, Σκεπαστής καί Ὀχύρωμα τῶν ἀδυνάτων, ὁ Θεός, πού ὑψώνει τούς ταπεινούς, μέ τόν Πόλεμο–θαῦμα, τόν Πόλεμο–ἔπος, τῆς μικρῆς Ἑλλάδος ἔκρινε τήν ἔκβαση τοῦ φοβεροῦ Β’ Παγκοσμίου. Γιατί ἡ Ἑλληνική τόλμη καί
οἱ Ἑλληνικές νῖκες σημείωσαν καμπή στήν ἐξέλιξη τοῦ πολέμου αὐτοῦ.
Οἱ Ἑλληνικές νῖκες ἀνάγκασαν τήν ἀήττητη μέχρι τότε Γερμανία τοῦ Ναζισμοῦ νά ἐπιβραδύνει ἐπί σαράντα περίπου ἡμέρες τήν ἐπίθεσή της ἐναντίον τῆς Ρωσίας, καί κατ’αὐτόν τόν τρόπο νά ταφεῖ στά χιόνια τῆς Ρωσικῆς στέππας. Μέ τόν πόλεμο τοῦ 1940 θέλησε ὁ παντοκράτορας Θεός νά καταισχύνει τά βάρβαρα ἔθνη τά τούς πολέμους θέλοντα. Τό κυριότερο ὅμως κέρδος τοῦ πολέμου τοῦ ΄ 40 εἶναι ὅτι ἔμαθε στό Ἑλληνικό Ἔθνος
–μέ σειρά ἐκπληκτικῶν γεγονότων– τί προσφέρει ἡ πίστη καί ἡ καταφυγή στόν δυνατό Θεό.
Ναί! Μᾶς ἄφησε μεγάλα κέρδη ἡ 28η Ὀκτωβρίου, ὥστε νά ἔχουμε ἀκόμη καί σήμερα νά λαμβάνουμε ἀπό αὐτά. Ἔτσι ἀπό τόν Πόλεμο τοῦ ΄40 μποροῦμε νά ἀνασύρουμε πνεῦμα, ἀφοβία, ἐλπίδα, ἐνθουσιασμό, μαχητικότητα, ἡρωϊσμό. Νά ἀνασύρουμε μετριοφροσύνη καί σεμνότητα, ἑνότητα καί ὁμοφροσύνη· λιτότητα, αὐταπάρνηση, πίστη, ἀρετή. Νά
ἀνασύρουμε μεγαλωσύνη!
Ἀναμφίβολα, καί στίς μέρες μας ὑπάρχει ἀνάγκη νά ἀναβαπτιζόμαστε στά ἱερά νάματά μας. Νά τρεφόμαστε μέ τό μάννα τῆς Ἱστορίας μας. Καί τοῦ Ἔπους τοῦ ΄ 40. Διότι, ἄς τό ὑπογραμμίσουμε. Εἶναι μεγαλειωδῶς μεγάλη ἡ Ἡμέρα ἐκείνη. Ἐθνική ἡμέρα, Χριστιανική ὅσο καί Ἑλληνική. Ἡμέρα- φωτεινός σταθμός στήν Ἱστορία μας. Ἡμέρα–σωτήριος δείκτης στήν
Ἱστορία μας. Εἶναι, τί ἄλλο; Ἀθάνατη καί δοξασμένη ἡ 28η Ὀκτωβρίου!
Ἀρχιμ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης
τ. Ἱεροκήρυκας
Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου